Για τα πολιτικά καθήκοντα και τα μεταβατικά αιτήματα

2012-05-03 00:40

 

Για τα πολιτικά καθήκοντά μας

 

Στις σημερινές συνθήκες δεν επιτρέπεται κανένα πισωγύρισμα από τις θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού και της πάλης των τάξεων σε θέσεις περί «ξένης κατοχής», «εθνικής ανεξαρτησίας», εξαρτημένης Ελλάδας κ.λπ. οι θέσεις αυτές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εκτόνωση της ταξικής πάλης και της ενσωμάτωσής της στα νέα πολιτικά μορφώματα που εναγώνια ζητούν βουλευτικά έδρανα. Στην καλύτερη περίπτωση οδηγούν σε ταξικές συνεργασίες και σε αναστολή επ’ αόριστο των εργατικών και λαϊκών αγώνων με στόχο μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

 

Οι όροι που επέτρεψαν την εκτόνωση του κινήματος των πλατειών πρέπει ν’ αναζητηθούν βασικά στην ταξική του αμορφία. Οι όροι που επέτρεψαν την εκτόνωση του κινήματος των απεργιών πρέπει ν’ αναζητηθούν στον προδοτικό ρόλο των ηγεσιών της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και του ΠΑΜΕ, μαζί και της «πολυσυλλεκτικότητας» του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Αν είχε υπάρξει ένα ενιαίο κίνημα, έστω και για μια περίοδο λίγων εβδομάδων, η κυβέρνηση θα είχε πρακτικά ανατραπεί από μόνη της και τα όργανα του κινήματος θα είχαν δημιουργήσει έτσι μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας που θα οδηγούσε στη Φεβρουαριανή εκδοχή της «δημοκρατικής κυβέρνησης» της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, μαζί πιθανώς με άλλα στρώματα. Λογική της κατάληξη θα ήταν η εργατική εξουσία. Φυσικά, στην Αιγυπτιακή της εκδοχή το κίνημα οδηγήθηκε σε μια νέα στρατιωτική δικτατορία αλλά γι’ αυτό ευθύνονται άλλοι παράγοντες και οι διαφορετικές συνθήκες. Σε μας, μια εξέλιξη προς μια δημοκρατική κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση των εργαζομένων, φυσικά θα είχε ανακοπεί όπως κι’ έγινε από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ.

 

Εκ των πραγμάτων επομένως αυτά τα κόμματα είναι οριστικά χαμένα από τη σκοπιά της υπόθεσης της εργατικής τάξης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνυπάρξουν οι επαναστάτες μαρξιστές με τη βάση αυτών των κομμάτων σ’ ένα Ενιαίο Μέτωπο στη βάση κοινών αγώνων και διεκδικήσεων. Αυτό είναι ίσα – ίσα το πρωταρχικό καθήκον των επαναστατών μαρξιστών σήμερα. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει καμιά συνεργασία σε κεντρικό επίπεδο.

 

Το δεύτερο καθήκον των επαναστατών μαρξιστών βρίσκεται στη σκληρή και καθημερινή δουλειά στη βάση, τις γειτονιές και τα εργοστάσια. Η δουλειά αυτή έχει υποτιμηθεί στην πράξη και σ’ αυτό φυσικά συντείνουν και οι μικρές δυνάμεις των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Αλλά το σημαντικότερο σε μια περίοδο όπως είναι η σημερινή δεν είναι τόσο η αριθμητική δύναμη καθαυτή όσο η καθαρότητα του προγράμματος και των μεταβατικών αιτημάτων. Τα πρωτοποριακά τμήματα της εργατικής τάξης πρέπει να κερδηθούν ακριβώς πάνω στη βάση του μεταβατικού προγράμματος.

 

Η αντικειμενική κατάσταση είναι κατάσταση κατάρρευσης του Ελληνικού καπιταλισμού. Οι προοπτικές του είναι τραγικές και θα επέλθει ακόμα μεγαλύτερη ύφεση τα επόμενα 5 χρόνια σαν συνέπεια των Μνημονίων και των λεγόμενων «εφαρμοστικών νόμων». Αυτό δημιουργεί συνθήκες αγανάκτησης και αναβρασμού στα εργατικά και μικρομεσαία στρώματα, πράγμα που είναι συνεπές με μια προεπαναστατική κατάσταση. Από την άλλη υπάρχει ο ρεφορμισμός που έχει τεράστια επιρροή καθώς και ο εντεινόμενος φόβος της ανεργίας και της ανασφάλειας. Ο ρεφορμισμός παρέχει ένα ασφαλές καταφύγιο ενώ το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι παρά η βάση για το ξεκίνημα της μαζικής εξέγερσης των λαϊκών στρωμάτων. Δεν είναι εύκολο να σπάσει κανείς τη σχέση των μαζών με τον ρεφορμισμό αλλά σε μια τέτοια  αντικειμενική κατάσταση το σπάσιμο αυτής της σχέσης για ένα μέρος της πρωτοπορίας των εργαζομένων είναι περισσότερο από εφικτό. Το πραγματικό ζητούμενο επομένως είναι να οικοδομηθεί μια επαναστατική οργάνωση στηριγμένη στην ταξική πρωτοπορία, με ξεκάθαρες μαρξιστικές αρχές και βασισμένη πάνω στην πολιτική του μεταβατικού προγράμματος.

 

Η διαγραφή του χρέους, η έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ, ο εργατικός έλεγχος, αποτελούν τα κύρια σημεία της πολιτικής των επαναστατών μαρξιστών. Τα μεταβατικά αυτά αιτήματα μπορούν να οδηγήσουν σε ευρύτερες συναινέσεις ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και οργανώσεις και να παγιώσουν μ’ αυτόν τον τρόπο το Ενιαίο Μέτωπο. Κι’ εκεί φυσικά ο ρεφορμισμός αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο αλλά κανένα εμπόδιο δεν είναι αξεπέραστο όταν ζούμε καταστάσεις που έχουν μια ιστορική μοναδικότητα.

 

Τα θέματα του Ενιαίου Μετώπου δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίζονται δογματικά. Υπάρχουν π.χ. τα ενδιάμεσα αιτήματα και υπάρχουν τα μεταβατικά αιτήματα. Μεταξύ τους υπάρχει μια διαλεκτική σχέση, αλληλοεμπλέκονται και αλληλεξαρτώνται. Η διαγραφή του χρέους για παράδειγμα είναι ένα αίτημα που μπορεί να συσπειρώσει μεγάλα τμήματα των εργαζομένων. Η έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ αντιμετωπίζεται ακόμα με καχυποψία και αποτελεί ασφαλώς ένα μεταβατικό αίτημα. Αλλά η διαγραφή του χρέους και ο περιορισμός των φόρων είναι ασφαλώς ενδιάμεσα αιτήματα που μπορούν να γίνουν πιο εύκολα αποδεκτά από τμήματα που δεν ανήκουν στην ταξική πρωτοπορία. Τα ενδιάμεσα αιτήματα λειτουργούν ακριβώς σαν γέφυρα, οδηγούν διαλεκτικά στα μεταβατικά αιτήματα που αποτελούν την ουσία του προγράμματος του επαναστατικού μαρξισμού.

 

Ευρύτερα τμήματα που δεν ανήκουν στην ταξική πρωτοπορία βρίσκουν γοητευτική μια πολιτική που μας κρατάει στην ΕΕ, που δεν διαγράφει το χρέος αλλά είναι συμβατή με το ‘κούρεμά’ του και την πρωτοκαθεδρία του τραπεζικού τομέα και αποσκοπεί στο να υπάρξει μια «φιλολαϊκή» ή νέο-σοσιαλδημοκρατική πολιτική με λιγότερους φόρους, μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες κ.λπ. Μια τέτοια πολιτική αποτελεί πράγματι μέρος του μεταβατικού προγράμματος: Γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να υλοποιηθεί από καμιά σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και καμιά αστική κυβέρνηση και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί ένα προοδευτικό και επαναστατικό αίτημα. Απ’ τη μια μεριά είναι ένα ενδιάμεσο αίτημα που μπορεί να κινητοποιήσει τα μικρομεσαία στρώματα, ενώ απ’ την άλλη οδηγεί κατευθείαν στα υπόλοιπα μεταβατικά αιτήματα, που απαιτούν μια ορισμένη χρονική περίοδο για να κερδίσουν αμετάκλητα την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.

 

Η πολιτική αυτή είναι σωστή γιατί σ’ ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, στην Ευρώπη, δεν έχει αναδειχθεί κανένα νέο επαναστατικό υποκείμενο με συνέπεια και σταθερότητα. Η εργατική τάξη εξακολουθεί να παραμένει η πιο προοδευτική κι’ επαναστατική τάξη της εποχής μας και με βάση αυτό το δεδομένο θα πρέπει να προσανατολισθούμε σ’ ότι αφορά τα καθήκοντα και την πολιτική μας. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε στην αναγκαιότητα ενός εργατικού κόμματος που θα προκύψει απ’ τους ίδιους τους αγώνες και τις ανάγκες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της -εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως πρέπει να πούμε στους εργαζόμενους: «Φτιάξτε το δικό σας κόμμα». Αυτή είναι μια σωστή πολιτική όταν απευθύνεται κανείς στους εργαζόμενους χωρίς να παρουσιάζεται ότι κατέχει τη μια και μοναδική αλήθεια. Οι επαναστάτες μαρξιστές θεωρούν ότι έχουν ένα σωστό πρόγραμμα, το μεταβατικό πρόγραμμα και το σύνολο των ενδιάμεσων αιτημάτων, αλλά πιστεύουν επίσης ότι στα ζητήματα της οργάνωσης, του κόμματος και της ταχτικής έχουν μόνο να κερδίσουν από ένα νέο «κινηματικό» εργατικό κόμμα. Η ταξική αμορφία και ο ρεφορμισμός είναι οι δυο μεγαλύτεροι κίνδυνοι που μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ένα τέτοιο κόμμα.

 

Όσο κι’ αν ο «κινηματικός» χαρακτήρας φαίνεται ότι προσεγγίζει πιο πολύ στη σημερινή κατάσταση, αυτό δεν είναι σωστό. Η ταξική αμορφία των κινημάτων των πλατειών, για παράδειγμα, οδήγησε στην εκτόνωση του κινήματος μέσα σ’ ένα καλοκαίρι. Όσο η κρίση βαθαίνει είναι μαθηματικά βέβαιο ότι τα κινήματα θ’ ανασυγκροτηθούν και θα μάθουν απ’ τα λάθη του παρελθόντος. Πιθανότατα θα μάθουν μ’ έναν τρόπο ενστιχτώδικο κι’ αυθόρμητο λόγω της κυριαρχίας των μικρομεσαίων στρωμάτων. Αλλά το αυθόρμητο έχει πολλές εκφάνσεις και μπορεί να ταλαντευθεί τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τ’ αριστερά. Δεν είναι εύκολο τέτοια κινήματα να καθοδηγηθούν προς μια κατεύθυνση επαναστατική και μαρξιστική αλλά τα μεταβατικά αιτήματα μπορούν ν’ αποτελέσουν μια γέφυρα προς τα κινήματα αυτά. Μπορεί να προκύψει έτσι το έμβρυο μιας επαναστατικής οργάνωσης; Πιθανότατα όχι εφόσον η ταξική βάση των κινημάτων βρίσκεται στα μικρομεσαία στρώματα. Ωστόσο σε σύμπραξη με την εργατική τάξη, η σύνθεση μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπές που θα είναι ιστορικές. Ακριβώς γι’ αυτό και η δουλειά στη βάση έχει μια τεράστια σημασία για τις οργανώσεις του επαναστατικού μαρξισμού. Απομένει ακόμα να γίνει αρκετή δουλειά στα πρωτοβάθμια σωματεία, σε συγκεκριμένες απεργίες κ.λπ. παραπέρα, η ενότητα των οργανώσεων του επαναστατικού μαρξισμού και το παραμέρισμα του γραφειοκρατικού σεχταρισμού αποκτά σήμερα μια τεράστια σημασία. Η επαναθεμελίωσή τους πάνω σε ταξική βάση είναι ένα καθήκον αιχμής από το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καμιά παρέκκλιση και συνιστά από μόνο του, σχεδόν, απεμπόληση του σεχταρισμού και του γραφειοκρατισμού ή τουλάχιστον ένα σημαντικό στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση.

 

 


Μεταβατικά Αιτήματα και Εργατικός Έλεγχος

 

Όταν οι επαναστάτες μαρξιστές διεκδικούν τον εργατικό έλεγχο, την κρατικοποίηση των τραπεζών και της μεγάλης βιομηχανίας με απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση, τη διαγραφή του χρέους, δεν το κάνουν γιατί περιμένουν από κάποια αστική κυβέρνηση να τα πραγματοποιήσει. Θέτουν αυτά τα μεταβατικά αιτήματα για να εκπαιδεύσουν και να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη. Το μεταβατικό πρόγραμμα αντιστοιχεί απόλυτα στις αντικειμενικές ανάγκες της εποχής. Μπορεί η εργατική τάξη να μη το δέχεται στο σύνολό του αλλά η συνείδηση της εργατικής τάξης αλλάζει κι’ αυτό φαίνεται ακόμα και στη στροφή που έκανε το ΚΚΕ και μιλά για διαγραφή του χρέους. Πριν έλεγε ότι η  διαγραφή του χρέους εξυπηρετεί ακόμη και μια αστική κυβέρνηση και δεν έδινε καμιά απάντηση στο ερώτημα: Ποια αστική κυβέρνηση θα διαγράψει το χρέος ή θα βγάλει τη χώρα από την ευρωζώνη; Σήμερα υιοθετεί τη διαγραφή του χρέους αλλά στέκεται στα μισά του δρόμου χωρίς να λέει ξεκάθαρα ότι η έξοδος από την ευρωζώνη είναι η μοναδική λύση για τους εργαζόμενους. Λέει «διαγραφή του χρέους –έξοδος από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία».

 

Ποιος είναι ο φόβος; Ότι μπορεί να υπάρξει διαγραφή του χρέους και έξοδος από την ΕΕ χωρίς λαϊκή εξουσία; Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα γιατί η επιλογή της ΕΕ και της ευρωζώνης είναι στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης. Η αστική τάξη της Ελλάδας δεν μπορεί αντικειμενικά να υπάρξει έξω από την ΕΕ και την ευρωζώνη. Η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος θα οδηγούσε σε κατάρρευση ολόκληρου του κεφαλαίου χωρίς τη συνεργασία με την ευρωζώνη. Αυτό που πολλοί βλέπουν σαν ξένη κατοχή δεν είναι παρά η προσπάθεια του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού να διασώσει το χρηματοπιστωτικό του σύστημα στη φάση του αναπτυγμένου ιμπεριαλισμού της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης».

 

Όταν βάζεις το σύνθημα «διαγραφή του χρέους –έξοδος από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία βάζεις ένα μεταβατικό αίτημα μαζί με τον στόχο στον οποίο πρέπει να πας. Αλλά αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός των μεταβατικών αιτημάτων, δηλαδή να συνδέσουν τη σημερινή κατάσταση δίνοντας μια διέξοδο προς όφελος των εργαζομένων με τελικό σκοπό την εργατική εξουσία και την κυβέρνηση των εργαζομένων. Είναι σαν να λες, πρώτα να πραγματοποιηθεί η «λαϊκή εξουσία» κι’ αυτή μετά να διαγράψει το χρέος, να μας βγάλει από την ΕΕ κ.λπ. Αλλά σ’ αυτόν τον συλλογισμό δεν υπάρχει καμιά διαλεκτική και καμιά λογική. Η ίδια η λογική των μεταβατικών αιτημάτων είναι ν’ αποτελέσουν γέφυρα με το αύριο της εργατικής εξουσίας που δεν είναι σήμερα καθόλου η αυτονόητη λύση για το μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Ο Τρότσκι το έχει θέσει πολύ καλά στη συζήτηση για το Μεταβατικό Πρόγραμμα:

 

«Σκέφτομαι πως στην αρχή, οι εργάτες θα υιοθετήσουν αυτή τη διεκδίκηση για την κινητή κλίμακα των μισθών και των ωρών εργασίας. Αλλά, στην ουσία, τι σημαίνει αυτή η διεκδίκηση; Στην πραγματικότητα, είναι η περιγραφή του συστήματος οργάνωσης της δουλειάς μέσα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Είναι ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας που χρειάζονται, διαιρεμένος με το συνολικό αριθμό των εργαζομένων. Αλλά, αν παρουσιάζαμε από την αρχή το σοσιαλιστικό σύστημα, θα χαρακτηριζόμασταν σαν ουτοπιστές […] Παρουσιάζουμε λοιπόν αυτό το σύστημα σαν την λύση της κρίσης, που θα εγγυηθεί στους εργάτες το δικαίωμά τους να τραφούν, να ζήσουν σε ευπρεπή διαμερίσματα, κάτω από ευπρεπείς όρους: είναι το ίδιο το σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά στην πιο απλή του μορφή, την πιο κοντινή στις μάζες».

 

Δεν παρουσιάζουμε επομένως τα μεταβατικά αιτήματα λέγοντας πως αυτά πρέπει να γίνουν από μια κυβέρνηση των εργατών, από τη δικτατορία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της γιατί αυτό δεν έχει νόημα. Αντίθετα παρουσιάζουμε το σοσιαλιστικό σύστημα με τρόπο που ν’ ανταποκρίνεται στο πραγματικό ζητούμενο: Σαν λύση της κρίσης που θα εγγυηθεί στους εργαζόμενους ένα επίπεδο διαβίωσης. Είναι σε τελική ανάλυση «το ίδιο το σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά στην πιο απλή του μορφή, την πιο κοντινή στις μάζες». Αλλά το τι είναι κοντινό στις μάζες και τι όχι μεταβάλλεται ανάλογα με τη συγκυρία κι’ ανάλογα με την κατάσταση της ταξικής πάλης.

 

Αλλά παρόμοια σφάλματα δεν κάνει μόνο το ΚΚΕ αλλά και δυνάμεις των επαναστατών μαρξιστών:

 

«Τώρα διαγραφή του χρέους! Εθνικοποίηση των Τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση κάτω από εργατικό έλεγχο. Γενική Πολιτική Απεργία Διαρκείας. Κάτω κάθε καπιταλιστική κυβέρνηση. Τώρα σοσιαλιστική επανάσταση! Αγώνας μέχρι την νίκη! Ούτε βήμα πίσω[1]

 

Τα δυο πρώτα αιτήματα είναι καθαρά μεταβατικά. Το αίτημα για μια γενική πολιτική απεργία διαρκείας προϋποθέτει μια σειρά από άλλες μεταβατικές διεκδικήσεις, όπως η κινητή κλίμακα ωρών και μισθών, η δημιουργία ενός Ενιαίου Μετώπου και της πολιτοφυλακής του κ.λπ. Το σύνθημα «Κάτω κάθε καπιταλιστική κυβέρνηση. Τώρα σοσιαλιστική επανάσταση! Αγώνας μέχρι την νίκη! Ούτε βήμα πίσω» είναι φυσικά εκτός πραγματικότητας και δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική πάλη. Τι σημαίνει «τώρα σοσιαλιστική επανάσταση» μαζί με αίτημα της διαγραφής του χρέους και της εθνικοποίησης χωρίς αποζημίωση; Κανείς εργαζόμενος δεν πρόκειται να καταλάβει παρά μόνο ότι κάποιοι τρελλοί τον καλούν να κάνει σοσιαλιστική επανάσταση χωρίς καλά – καλά να ξέρει τι είναι ο σοσιαλισμός και γιατί του είναι απαραίτητος!

 

Τα μεταβατικά αιτήματα έχουν σκοπό να δώσουν λύση στα προβλήματα των εργαζομένων κι’ όχι στα προβλήματα των οργανώσεων ή των κομμάτων. Η λύση που προτείνουμε είναι στην ουσία της ο σοσιαλισμός αλλά αν μπερδέψουμε την ουσία με τη μορφή, εύκολα οδηγούμαστε στον μανιχαϊσμό που λέει γιατί να μην προτείνουμε την ίδια την επανάσταση σαν λύση εδώ και τώρα; Αυτό το είδος του αριστερισμού δεν έχει φυσικά καμιά ελπίδα στο μαζικό κίνημα και χρησιμοποιεί το Μεταβατικό Πρόγραμμα μόνο στα λόγια και σαν μέρος μιας συνθηματολογίας που θα ήταν σωστή αν ήμασταν στα πρόθυρα της δυαδικής εξουσίας. Αγνοεί ολόκληρη τη Συζήτηση του Τρότσκι σε σχέση με το Μεταβατικό Πρόγραμμα και τις δυσκολίες της αγκιτάτσιας στην αμερικάνικη εργατική τάξη εκείνης της περιόδου.

 

«Είναι πιο εύκολο να ανατραπεί ο καπιταλισμός παρά να επιβληθεί πραγματικά η κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Καμιά από τις διεκδικήσεις μας δεν θα πραγματωθεί μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, γι' αυτό και τις αποκαλούμε μεταβατικές διεκδικήσεις: αυτές εγκαθιστούν μια γέφυρα που μας επιτρέπει να κερδίσουμε τους εργάτες, και μια πραγματική γέφυρα για να πάμε στη Σοσιαλιστική Επανάσταση. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρουμε το πώς να κινητοποιήσουμε τις μάζες για τον αγώνα […]Οι διεκδικήσεις μας δεν είναι στείρα συνθήματα, είναι μέσα πίεσης πάνω στην μπουρζουαζία.  […] Οι καπιταλιστές δεν έχουν μπροστά τους μια εποχή ευημερίας. Δεν φοβούνται καθόλου τις απεργίες, δεδομένου ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εργατών που ψάχνουν για δουλειά. Γι' αυτό και το πρόγραμμα πρέπει να προσπαθεί να ενώσει τα δυο μέρη της εργατικής τάξης, τους εργαζόμενους και τους άνεργους. Κι αυτό ακριβώς κάνει η κινητή κλίμακα των μισθών και των ωρών εργασίας».

 

Η συνένωση των ανέργων και των εργαζόμενων στον ίδιο αγώνα δεν είναι καθόλου μια εύκολη υπόθεση. Στην απεργία της Χαλυβουργίας ο πρόεδρος του σωματείου το πρωί κινητοποίησε τους απεργούς ενάντια στους απεργοσπάστες και το βράδυ πήγε ήσυχα – ήσυχα για δουλειά. Αυτά φυσικά δεν είναι σοβαρά πράγματα αλλά δεν περιμένουμε συνέπεια και σοβαρότητα από το ΠΑΜΕ και τα στελέχη του. Η απεργία της Χαλυβουργίας, όπως κι’ άλλες, ήταν μια ευκαιρία να συνενωθούν οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι. Φυσικά αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει από ένα σωματείο γιατί το σωματείο κινείται μέσα σ’ ορισμένα πλαίσια αιτημάτων. Η συνένωση των ανέργων και των εργαζόμενων σ’ ένα ενιαίο κίνημα είναι ένα πολιτικό καθήκον και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με την πρωτοβουλία του επαναστατικού κόμματος ή του Ενιαίου Μετώπου.

 

Με εξαίρεση ορισμένες ακραίες περιπτώσεις ο χώρος της επαναστατικής αριστεράς έχει θέσει σωστά μεταβατικά αιτήματα. Αυτό είναι θετικό και βοηθά στη σύσταση του Ενιαίου Μετώπου και φυσικά ενός μετώπου των οργανώσεων της αριστεράς. Το πρόβλημα είναι ότι ο χώρος αυτός δεν έχει μελετήσει και δεν είναι εξοικειωμένος με το Μεταβατικό Πρόγραμμα σαν σύνολο και δυστυχώς οι τροτσκιστικές οργανώσεις δεν έχουν βοηθήσει πολύ σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ενώ ο χώρος της επαναστατικής αριστεράς έχει θέσει σωστά μεταβατικά αιτήματα, υπάρχουν τμήματά του που επιμένουν σε μια θεώρηση που βλέπει «ξένη κατοχή» στην Ελλάδα και θέτει σαν πρωταρχικά τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας και της αντι-ιμπεριαλιστικής πάλης. Αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να είναι πρωταρχικά γιατί ή έξοδος από την κρίση προϋποθέτει ακριβώς τα μεταβατικά αιτήματα. Αυτά τα τμήματα (Μ-Λ ΚΚΕ και ΚΚΕ (μ-λ)) θεωρούν την εργατική τάξη λιγότερο ριζοσπαστικοποιημένη απ’ ότι είναι ήδη και προσπαθούν να προσεγγίσουν το πρόβλημα της οργάνωσης του αγώνα από τη σκοπιά των πιο καθυστερημένων στοιχείων της τάξης. Αυτά τα τμήματα, επομένως, ανήκουν στα δεξιά του κινήματος. Απ’ την άλλη υπάρχει ο «αριστερισμός» όπως ήδη αναφέραμε. Ο κύριος κορμός του κινήματος, όπως πχ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν μια στάση γενικά σωστή σε σχέση με τα μεταβατικά αιτήματα αλλά υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Για παράδειγμα δεν υπάρχει καμιά αναφορά και κυρίως καμιά κυρίαρχη στρατηγική στο ενιαίο κίνημα των ανέργων και των εργαζόμενων με βάση το αίτημα για κινητή κλίμακα ωρών.

 

Δεύτερον, υπάρχει η άποψη του ΣΕΚ σχετικά με τον εργατικό έλεγχο:

 

«Παρ’ όλα αυτά, η ισχυρότερη απάντηση της Αριστεράς σε αυτή την καταστροφολογία δεν είναι μόνο η αναξιοπιστία των Προβόπουλων και η υποκρισία των πλούσιων που καμώνονται ότι κάποιοι άλλοι «επιτήδειοι» θα φέρουν τα λεφτά τους από την Ελβετία για να κερδοσκοπήσουν αν γυρίσουμε στη δραχμή. Η ισχυρότερη απάντηση είναι μια στρατηγική που διαμορφώθηκε ως απάντηση της Αριστεράς μέσα σε συνθήκες ακόμη χειρότερης οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, όταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν επί τρία χρόνια και οι εργάτες της Ρωσίας με επικεφαλής τους Μπολσεβίκους αναγκάστηκαν να βρουν εναλλακτικές λύσεις. Η στρατηγική λέγεται εργατικός έλεγχος και βασίζεται στο γεγονός ότι οι «πολλοί και αδύνατοι» είναι στην πραγματικότητα πιο δυνατοί από τους “λίγους επιτήδειους”.»[2]

Βασικός είναι ο ρόλος των εργοστασιακών επιτροπών. Όπως αναφέρεται στο Μεταβατικό Πρόγραμμα:

 

«Από τη στιγμή που η επιτροπή κάνει την εμφάνισή της, εγκαθιδρύεται στην πραγματικότητα μια δυαδική εξουσία μέσα στο εργοστάσιο. Από την ίδια της την ουσία, αυτή η δυαδική εξουσία αντιπροσωπεύει τη μεταβατική κατάσταση, γιατί περικλείει μέσα της δυο ασυμφιλίωτα καθεστώτα: το καπιταλιστικό και το προλεταριακό. Η θεμελιώδης σημασία των εργοστασιακών επιτροπών βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτές ανοίγουν την πόρτα, αν όχι σε μια άμεσα επαναστατική περίοδο, τουλάχιστο σε μια προεπαναστατική περίοδο -ανάμεσα στο αστικό και στο προλεταριακό καθεστώς. Το ότι η διάδοση της ιδέας για τις εργοστασιακές επιτροπές δεν είναι ούτε πρόωρη ούτε τεχνητή, αυτό το δείχνουν πολύ καλά τα κύματα κατάληψης των εργοστασίων που κατακλύζουν ένα ορισμένο αριθμό χωρών. Νέα κύματα αυτού του τύπου είναι αναπόφευκτα στο άμεσο μέλλον. Είναι ανάγκη να ανοίξουμε έγκαιρα μια καμπάνια υπέρ των εργοστασιακών επιτροπών για να μη μας αιφνιδιάσουν τα γεγονότα».

 

Δεν έχουμε ακόμη κύματα απεργιών και καταλήψεων αλλά η κατάσταση υπάρχει σ’ εμβρυακή μορφή κι’ αν η πρόβλεψή μας είναι σωστή ότι θα ενταθεί στο μέλλον σαν συνέπεια του βαθέματος της κρίσης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, τότε αυτό σημαίνει πως καταστάσεις δυαδικής εξουσίας θ’ αρχίσουν να συμπλέκονται μεταξύ τους σε διαφορετικούς χώρους δουλειάς. Είναι σημαντικό η επαναστατική αριστερά να παρέμβει σε τέτοιες καταστάσεις δυαδικής εξουσίας και να διαπαιδαγωγήσει πολιτικά τους εργαζόμενους –αλλά αυτό δεν μπορεί παρά να τη φέρει σε σύγκρουση με το ΠΑΜΕ. Ο σκοπός, λοιπόν, των επιτροπών είναι πρώτα απ’ όλα ν’ ανοίξουν τα βιβλία των επιχειρήσεων, να καταργήσουν το «εμπορικό μυστικό», να φέρουν στο φως όλα τα υπερκέρδη που καλύπτονται αλχημιστικά κάτω από τον λογιστικό πέπλο των ζημιών. Το πρόβλημα είναι ότι σε πρώτη φάση το σωματείο και η εργοστασιακή επιτροπή δεν μπορούν να διαχωριστούν. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο αν η συνέλευση όλων των εργατών ψηφίσει μια νέα εργοστασιακή επιτροπή.

 

Δυο πράγματα είναι βασικά για τον εργατικό έλεγχο. Πρώτον:

«Το άμεσο καθήκον του εργατικού ελέγχου είναι: να ξεκαθαρίσει ποια είναι τα εισοδήματα και ποιες οι δαπάνες της κοινωνίας, ξεκινώντας από τη μεμονωμένη επιχείρηση. Να καθορίσει το πραγματικό μερίδιο που οικειοποιούνται οι καπιταλιστές σαν άτομα και οι εκμεταλλευτές σαν όλο, από το εθνικό εισόδημα. Να ξεσκεπάσει τις παρασκηνιακές κομπίνες και τις απάτες των τραπεζών και των τραστ, και τέλος, να παρουσιάσει μπροστά σ' ολόκληρη την κοινωνία, την παράλογη σπατάλη ανθρώπινης εργασίας που είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής αναρχίας και το γυμνό κυνήγι του κέρδους

Δεύτερον:

«Η πάλη ενάντια στην ανεργία είναι ακατανόητη χωρίς το κάλεσμα για μια πλατιά και τολμηρή οργάνωση δημόσιων έργων. Αλλά τα δημόσια έργα δεν μπορούν να έχουν μια διαρκή και προοδευτική σπουδαιότητα, τόσο για την κοινωνία όσο και για τους ίδιους τους άνεργους, παρά μόνο όταν αποτελούν μέρος ενός γενικού πλάνου, που έχει καταστρωθεί για να καλύψει ένα σημαντικό αριθμό χρόνων. Μέσα στα πλαίσια ενός τέτοιου πλάνου, οι εργάτες θα διεκδικήσουν το ξαναρχίνισμα της δουλειάς, για λογαριασμό της κοινωνίας, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που έκλεισαν με την κρίση. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο εργατικός έλεγχος θα παραχωρούσε τη θέση του στην άμεση εργατική διαχείριση.»[3] (υπογραμμίσεις δικιές μας).

 

Ο πρώτος στόχος είναι προφανής. Σχετικά με τον δεύτερο στόχο είναι σημαντική η παρατήρηση ότι οι εργαζόμενοι πρέπει για λογαριασμό της κοινωνίας να προχωρήσουν σε άμεση εργατική διαχείριση όσων επιχειρήσεων κλείνουν και να διεκδικήσουν τόσο την πιο πλατειά οργάνωση δημόσιων έργων όσο και να συνδράμει οικονομικά η κυβέρνηση την άμεση εργατική διαχείριση. Μια τέτοια διαχείριση πρέπει να συμπεριλάβει τους άνεργους και είναι κυρίως ένα σχολειό πάνω στη σχεδιασμένη οικονομία.

«Στους καπιταλιστές, κυρίως τους μικρούς και τους μεσαίους, που καμιά φορά προτείνουν οι ίδιοι να ανοίξουν τα λογιστικά τους βιβλία μπροστά στους εργάτες -συνήθως για να τους αποδείξουν την ανάγκη για πιο χαμηλότερα μεροκάματα- οι εργάτες απαντούν πως εκείνο που τους ενδιαφέρει, δεν είναι η λογιστική κατάσταση των χρεοκοπημένων ή μισοχρεοκοπημένων ατομικών καπιταλιστών, αλλά η λογιστική κατάσταση όλων των εκμεταλλευτών σαν σύνολο. Οι εργάτες δεν μπορούν ούτε θέλουν να προσαρμόσουν το επίπεδο των όρων της ζωής τους στις απαιτήσεις των μεμονωμένων καπιταλιστών που έχουν γίνει θύματα του ίδιου του καθεστώτος τους. Το καθήκον είναι να αναδιοργανωθεί ολόκληρο το σύστημα της παραγωγής και της διανομής πάνω σε μια πιο αξιοπρεπή και εφαρμόσιμη [workable]  βάση. Αν η κατάργηση του εμπορικού μυστικού είναι ο αναγκαίος όρος για τον εργατικό έλεγχο, αυτός ο έλεγχος είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο για τη σοσιαλιστική διεύθυνση της οικονομίας» (υπογραμμίσεις δικιές μας).

Το ερώτημα που απομένει είναι τι ακριβώς θα κάνουν οι εργαζόμενοι που αναλαμβάνουν τον εργατικό έλεγχο ή ακόμη και την άμεση εργατική διαχείριση. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα βάζει τη γενική πολιτική γραμμή αλλά δεν εξειδικεύει, φυσικά, τις λεπτομέρειες. Αυτές οι λεπτομέρειες όμως μπαίνουν σαν άμεσο πολιτικό καθήκον μπροστά στην απεργία της Χαλυβουργίας ή ακόμα και τις απεργίες της ΠΝΟ. Ο Π. Γκαργκάνας επίσης αφήνει το ζήτημα ανοιχτό:

«Στην πραγματικότητα, είναι και αναγκαίο και εφικτό να επικαιροποιήσουμε τις ιδέες του Λένιν για να αντιμετωπίσουμε όλες τις προκλήσεις που κρύβουν οι απειλές και οι εκβιασμοί των καπιταλιστών στην Ελλάδα του σήμερα [….]  Πρώτα σαν άμεση αντίδραση σε κάθε τέτοια περίπτωση η στρατηγική αυτή λέει κατάληψη, έτσι ώστε η συνέλευση των εργαζόμενων και η εκλεγμένη εργασιακή επιτροπή να μπορεί να εξασφαλίζει ότι ο εργοδότης και οι πιστωτές του (τράπεζες, προμηθευτές) δεν μπορούν να ρευστοποιούν τα περιουσιακά στοιχεία αφήνοντας τους εργάτες στο δρόμο. Κανένας καπιταλιστής δεν είναι διατεθειμένος να χάσει τα οικόπεδα, τα κτίρια, τα μηχανήματα, τις αποθήκες των επιχειρήσεών του, όσο κι αν κοκορεύονται ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να μεταφέρουν τις μπίζνες τους στο εξωτερικό. [….] Σήμερα, υπάρχει η δυνατότητα να έχουμε μια διαφορετική εξέλιξη. Οι ρεφορμιστικές αυταπάτες ότι αρκεί οι εργάτες “να ψηφίσουν σωστά” είναι σε υποχώρηση, ενώ αντίθετα η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι σε άνοδο. Στη σημερινή κρίση, η αντίσταση στα κλεισίματα και στις απολύσεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μπορεί να γίνει πολύ πιο ισχυρό κίνημα με τις ιδέες του εργατικού ελέγχου

 

Ο Π. Γκαργκάνας αναφέρει αρκετά αποσπάσματα από τον Λένιν (στον τόμο 34 των Απάντων του) αλλά όλα αυτά τα αποσπάσματα είναι γραμμένα τον Μάη του 1917, δηλαδή μετά τα γεγονότα του Φλεβάρη και βέβαια μετά τις «Θέσεις του Απρίλη». Υπάρχει μια γενικευμένη κατάσταση δυαδικής εξουσίας και το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» έχει ήδη ριχτεί. Το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο μετά την πτώση της τσαρικής εξουσίας μπορεί μια «δημοκρατική» κυβέρνηση να διαχειρισθεί την κρίση. Ο Λένιν θέτει το ζήτημα του εργατικού ελέγχου σε μια τέτοια κατάσταση, δείχνει ακόμα και με ποιον τρόπο οι ίδιοι οι εργάτες μπορούν να πάρουν στα χέρια τους τη βιομηχανία σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως είναι αυτή που έχει δημιουργήσει ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ο Τρότσκι γράφει, όπως είδαμε, ότι μέσα στα πλαίσια ενός γενικότερου πλάνου οι εργάτες μπορούν να προχωρήσουν στην άμεση διαχείριση.

 

Για τους επαναστάτες μαρξιστές, επομένως, το βασικό καθήκον είναι ο εργατικός έλεγχος. Ο Π. Γκαργκάνας αφήνει την ανάλυσή του ελλιπή χωρίς να διευκρινίζει τη διαφορά του εργατικού ελέγχου και της άμεσης εργατικής διαχείρισης. Κατ’ αρχήν δεν είναι νοητό να προτείνει κανείς την άμεση διαχείριση πχ της Χαλυβουργίας και να μετατρέψει τους εργαζόμενους σε καπιταλιστές που ανταγωνίζονται με άλλους εργαζόμενους. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα υπάρχει αρκετό ψάρεμα στα θολά νερά ειδικά όταν ο Π. Γκαργκάνας καταλήγει στο άρθρο του με το εξής απόσπασμα απ’ τον Λένιν:

«Όταν κι ο τελευταίος μεροκαματιάρης, ο κάθε άνεργος, η κάθε μαγείρισσα, ο κάθε καταστραμμένος αγρότης δει με τα ίδια του τα μάτια πως η προλεταριακή εξουσία δεν προσκυνάει τον πλούτο, αλλά βοηθάει τη φτωχολογιά, ότι η εξουσία αυτή δεν διστάζει να πάρει επαναστατικά μέτρα, πως παίρνει τα περίσσια προϊόντα από τους κηφήνες και τα δίνει στους πεινασμένους, ότι εγκαθιστά με τη βία τους άστεγους στα σπίτια των πλουσίων, πως υποχρεώνει τους πλούσιους να πληρώνουν το γάλα, όμως δεν τους δίνει ούτε μια σταγόνα γάλα αν δεν πάρουν όσο τους χρειάζεται τα παιδιά όλων των φτωχών οικογενειών, ότι η γη περνάει στους εργαζόμενους, οι φάμπρικες και οι τράπεζες μπαίνουν κάτω από εργατικό έλεγχο, πως τους εκατομμυριούχους που κρύβουν τα πλούτη τους τούς περιμένει άμεση και αυστηρή τιμωρία – όταν η φτωχολογιά δει αυτά και τα νιώσει, τότε καμιά δύναμη των καπιταλιστών και των κουλάκων, καμιά δύναμη του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου που διαχειρίζεται εκατοντάδες δισεκατομμύρια δεν θα νικήσει τη λαϊκή επανάσταση, αλλά, αντίθετα, η επανάσταση θα νικήσει σε όλο τον κόσμο, γιατί σε όλες τις χώρες ωριμάζει η σοσιαλιστική επανάσταση».[4] (υπογραμμίσεις δικιές μας).

 

Ο Λένιν βάζει τον εργατικό έλεγχο σαν το αναγκαίο μεταβατικό αίτημα για τη λαϊκή, τη σοσιαλιστική επανάσταση, όπως ακριβώς κι’ ο Τρότσκι στο Μεταβατικό Πρόγραμμα. Η εργατική άμεση διαχείριση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στα πλαίσια της συνολικά σχεδιοποιημένης οικονομίας όπου αποκτά ένα πλήρες νόημα. Ο Λένιν έβαλε το μεταβατικό αίτημα τον Μάη του 1917. Ο Τρότσκι το έθεσε με τον ίδιο τρόπο στο Μεταβατικό Πρόγραμμα. Το ζήτημα του εργατικού ελέγχου, γενικά κι’ αόριστα, τίθεται σήμερα από αρκετές οργανώσεις του επαναστατικού μαρξισμού σαν μια σχεδόν αυτονόητη αλήθεια. Αλλά στην απεργία της Χαλυβουργίας ή στις δυναμικές απεργίες της ΠΝΟ δεν βλέπουμε να τίθεται ή να ανακύπτει το ζήτημα του εργατικού ελέγχου, ν’ ανοίγουν τα βιβλία, να αποκαλύπτονται τα «εμπορικά μυστικά» των καπιταλιστών. Φυσικά μπορεί κανείς να ρίξει την ευθύνη στους γραφειοκράτες του ΠΑΜΕ και θα έχει απόλυτο δίκιο, οπότε θα έχει και δίκιο ο Π. Γκαργκάνας που μιλά για εργατικό έλεγχο.

 

Αλλά ποιος είναι ο εργατικός έλεγχος του Π. Γκαργκάνα ή άλλων δεν είναι πάντα σαφές. Εξαντλείται στον έλεγχο των βιβλίων ή προχωρά παραπέρα στην άμεση διαχείριση κι’ έναν εμβρυακό συντονισμό των παραγωγικών δραστηριοτήτων με στόχο τη διατήρηση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων προκειμένου ν’ αποτελέσει τη βάση για την κατάληψη της εξουσίας; Σαν μεταβατικό αίτημα ο εργατικός έλεγχος πάνω στην κατάσταση και τα βιβλία της επιχείρησης είναι ένα προωθημένο αίτημα. Αν πραγματοποιηθεί τότε σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι της επιχείρησης έχουν διανύσει πολύ δρόμο στην κατεύθυνση της ταξικής συνειδητοποίησης. Αν δεν πραγματοποιηθεί τότε η απεργία θα ξεφουσκώσει. Δεν θα είναι μια απεργία σ’ έναν «αδύναμο κρίκο» που θα μεταδοθεί σ’ ολόκληρη τη βιομηχανία αλλά ακόμη μια δυναμική μεν αλλά χωρίς προοπτική κινητοποίηση.

 

Απ’ τη μεριά τους οι εργαζόμενοι είναι λογικό ν’ απαιτήσουν τη βοήθεια του κράτους ώστε να μείνει ανοιχτή η επιχείρηση, να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, να μειωθεί στο μισό ο χρόνος εργασίας ώστε να προσληφθούν κι’ άλλοι εργαζόμενοι. Αυτό το αίτημα δεν μπορεί παρά να φέρει πιο κοντά το απεργιακό κίνημα των εργαζομένων και τους ανέργους αλλά και να φέρει την αστική κυβέρνηση μπροστά στις υποχρεώσεις της απέναντι στον λαό.

«Όπως διασώσατε τις τράπεζες με τον ίδιο τρόπο, κύριοι υπουργοί και βουλευτές, να διασώσετε την επιχείρησή μας. Ορίστε πόσα εκατομμύρια ευρώ αποθησαύρισαν οι ιδιοκτήτες της ενώ τα λογιστικά βιβλία δείχνουνε ζημιές. Θα μειώσουμε τον χρόνο εργασίας στο μισό για να προσληφθούν κι’ άλλοι από τη στρατιά των ανέργων χωρίς μείωση στα μεροκάματα. Αυτή είναι η απαίτησή μας και ζητάμε να μας ενισχύσετε με τα 130 δις ευρώ  που πήρατε από την ΕΕ». Αν ξεκινήσει αυτή η διεκδίκηση σε μιαν απεργία ή σε μια επιχείρηση θα μεταδοθεί παντού σαν την πλημμύρα.

 

Όπως λέει το Μεταβατικό Πρόγραμμα

 «Η διαφορά ανάμεσα σ' αυτά τα αιτήματα και το σύνθημα της «εθνικοποίησης» των ρεφορμιστών χοντροκέφαλων βρίσκεται στα εξής: 1) Εμείς απορρίπτουμε την αποζημίωση. 2) Προειδοποιούμε τις μάζες ενάντια στους δημαγωγούς του Λαϊκού Μετώπου, που, ενώ μιλάνε με την άκρη των χειλιών τους για εθνικοποίηση, στην πραγματικότητα παραμένουν οι πράκτορες του κεφαλαίου. 3) Καλούμε τις μάζες να μην υπολογίζουν παρά μόνο στη δική τους επαναστατική δύναμη. 4) Συνδέουμε το ζήτημα της απαλλοτρίωσης με το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες και τους αγρότες. Η ανάγκη να προωθήσουμε το σύνθημα της απαλλοτρίωσης στην πορεία της καθημερινής αγκιτάτσιας, με την επιμέρους μορφή του, κι όχι μονάχα στην προπαγάνδα μας στην περιεκτική του όψη, απορρέει από το γεγονός ότι οι διάφοροι κλάδοι της βιομηχανίας βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, κατέχουν διαφορετικές θέσεις στην ζωή της κοινωνίας και περνούνε από διάφορα στάδια της πάλης των τάξεων. Μονάχα η γενική επαναστατική άνοδος του προλεταριάτου μπορεί να θέσει την ολοκληρωμένη απαλλοτρίωση της μπουρζουαζίας στην ημερήσια διάταξη. Το καθήκον των μεταβατικών διεκδικήσεων είναι να προετοιμάσουν το προλεταριάτο να λύσει αυτό το πρόβλημα.» (υπογραμμίσεις δικιές μας)

Απ’ αυτό ορισμένοι βγάζουν το συμπέρασμα πως είναι ώριμο το … «σύνθημα» (!) της σοσιαλιστικής επανάστασης («εδώ και τώρα» μάλιστα). Ωστόσο, αυτό που είναι σαφές από το παραπάνω απόσπασμα του Μεταβατικού Προγράμματος είναι ότι βάζουμε το αίτημα της απαλλοτρίωσης σ’ εκείνους τους κλάδους που είναι ώριμοι γι’ αυτό από τη σκοπιά της ταξικής πάλης και όχι γενικά κι’ αόριστα. Χρειάζεται τα μεταβατικά αιτήματα να μπαίνουν στην επιμέρους μορφή τους κι’ όχι περιεκτικά, γενικά κι’ αόριστα χωρίς να συνδέονται με την κατάσταση της ταξικής πάλης και του κινήματος. Σήμερα, τα καθήκοντα μπαίνουν σε σχέση με τη Χαλυβουργία και τον δημόσιο τομέα όπου γίνεται η μεγάλη επίθεση του κεφαλαίου. Είναι γενικά σωστό ότι διεκδικούμε την κρατικοποίηση της μεγάλης βιομηχανίας και των τραπεζών χωρίς αποζημίωση με εργατικό έλεγχο αλλά χρειάζεται μια ανάλυση με βάση τις ειδικές, τις συγκεκριμένες μορφές που παίρνει η ταξική πάλη και το γεγονός ότι η βιομηχανία αναπτύσσεται αντιφατικά, δηλαδή στα πλαίσια της διαλεκτικής που ισοδυναμεί με την ανισομερή και συνδυασμένη ανάπτυξη των κλάδων της.  

 

Ο εργατικός έλεγχος, λοιπόν, είναι ένα σχολείο για την εργατική τάξη. Ο τρόπος που γίνεται αποτελεί κάτι περισσότερο από το «άνοιγμα των βιβλίων» και την αποκάλυψη του «εμπορικού μυστικού». Το πραγματικό μυστικό έγκειται, το δίχως άλλο, στην αποκάλυψη της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης μέσα από τα αστικά λογιστικά βιβλία. Η λογιστική είναι σχεδιασμένη να κρύβει το «εμπορικό μυστικό» που οδηγεί σε πτώχευση μια επιχείρηση όταν ο ιδιοκτήτης της είναι πάμπλουτος. Απλά και μόνο ο εργατικός έλεγχος των βιβλίων και της κατάστασης της επιχείρησης γενικά μπορεί να διδάξει στους εργαζόμενους ολόκληρο το Κεφάλαιο του Μαρξ σε λίγες ώρες αν γίνει με τον σωστό τρόπο. Ο σωστός τρόπος δεν έγκειται σε διαλέξεις και μαθήματα αλλά στο πρακτικό καθήκον της  συγκρότησης των εργοστασιακών επιτροπών που θ’ αναλάβουν τον εργατικό έλεγχο.

 

Το δεύτερο ζητούμενο του εργατικού ελέγχου δεν είναι να πάρουν στα χέρια τους οι εργαζόμενοι την επιχείρηση και να την διαχειρισθούν σαν καπιταλιστές αλλά να χρησιμοποιήσουν τον εργατικό έλεγχο ώστε (α) να γενικευθεί σαν πρακτική, (β) επομένως να θέσει τα κοινωνικά θεμέλια της δυαδικής εξουσίας, (γ) να εξειδικεύσει τα σωστά μεταβατικά αιτήματα απέναντι στο κράτος και την αστική τάξη και με τον τρόπο αυτό: (δ) Να εξειδικεύσει το σοσιαλιστικό πρόγραμμα στις συγκεκριμένες συνθήκες.



[1]  Απόφαση ΠΓ της ΚΕ του ΕΕΚ, 14/3/2012.

[2]  Π. Γκαργκάνας, «Η στρατηγική του εργατικού ελέγχου», Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος 90, Ιαν. 2012.

[3]  Μεταβατικό Πρόγραμμα.

[4]  Λένιν, Άπαντα, τόμος 34, σελ. 330, «Σύγχρονη Εποχή».