ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

2012-05-03 00:40

 

Για τις Εκλογές

 

Τα πολιτικά καθήκοντα των επαναστατών μαρξιστών στην περίοδο πριν τις εκλογές της 6ης του Μάη είναι πολλαπλά. Στις εκλογές αυτές η εργατική τάξη,  και τα αποσυντιθέμενα μικρά και μεσαία στρώματα θα δείξουν αν είναι διατεθειμένα να σπάσουν τους παραδοσιακούς τους δεσμούς με τα αστικά κόμματα και να κινηθούν σε μια άλλη κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα τα μάτια της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης είναι στραμμένα στην Ελλάδα και περιμένουν απ’ αυτήν να δώσει μια πολιτική λύση στα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Μια τέτοια πολιτική λύση θα ήταν να συνεχισθεί, να παραταθεί η αδυναμία της αστικής τάξης να κυβερνά όπως παλιά, με την ενίσχυση της αριστεράς και την αποφασιστική ήττα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΛΑΟΣ. Έστω και μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της ρεφορμιστικής αριστεράς θα σηματοδοτούσε ότι ο λαός δεν είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να κυβερνάται με τις παλιές μεθόδους και ότι βρίσκεται στον δρόμο για μια αποφασιστική αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων.

 

Η εκλογική ενίσχυση της αριστεράς από το ΚΚΕ και πέρα, μαζί με την αποσύνθεση των «κομμάτων του μνημονίου», όπως λέγεται,  θα σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για την αποφασιστική πάλη μέσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για την ανάδειξη μιας ριζοσπαστικής, επαναστατικής πολιτικής. Τα αποτελέσματα των εκλογών θα έχουν πολλαπλό αντίκτυπο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Αν πραγματοποιηθεί τελικά μια κυβέρνηση συνεργασίας ή αυτοδυναμίας με άξονες τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, τότε αυτό θα σημαίνει ότι βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης, ότι δεν είναι ακόμα διαμορφωμένες ολοκληρωτικά οι υποκειμενικές προϋποθέσεις για να χτιστεί ένα αρραγές Ενιαίο Μέτωπο. Θα σημαίνει ότι για μια ορισμένη χρονική περίοδο, όχι αναγκαστικά μεγάλη ωστόσο, οι δυνάμεις των επαναστατών μαρξιστών δεν θα έχουν κερδίσει τη μάχη της ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων που συνδέονται με τα δυο μεγάλα κόμματα, που αποτελεί και το πρώτο βήμα στη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων που συνδέονται με τον ρεφορμισμό.

 

Είναι σαφές και περιττό να το αναφέρουμε ότι η εργατική τάξη δεν κινείται ακόμα στην κατεύθυνση της αποφασιστικής ρήξης με το αστικό πολιτικό σύστημα και τον καπιταλισμό. Αλλά μια τέτοια κατεύθυνση έχει πολλά ενδιάμεσα στάδια: α) Τη ρήξη με τις πολιτικές των Μνημονίων, β) τη ρήξη με το ευρώ και τη διάλυση της αυταπάτης σχετικά με την απαγκίστρωση από την ευρωζώνη και την ΕΕ, και γ) την αναγκαιότητα της κρατικοποίησης των μεγάλων βιομηχανιών και του τραπεζικού και εφοπλιστικού συστήματος κάτω από εργατικό έλεγχο. Ακόμα βρισκόμαστε στο πρώτο στάδιο, τη ρήξη με τις πολιτικές των Μνημονίων κι’ αυτό απαιτεί ρήξη με το πολιτικό σύστημα που επέβαλλε τα Μνημόνια. Αν αναδειχθεί από τις εκλογές μια αριστερή άρνηση στις πολιτικές αυτές, ανοίγει ο δρόμος για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που από τη σκοπιά της πολιτικής των επαναστατών μαρξιστών πρέπει να έχει μια εναλλακτική: Την εργατική κυβέρνηση στη βάση των κατευθύνσεων του Μεταβατικού Προγράμματος.  

 

Αν ο λαός θέλει πραγματικά μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» αυτό θα είναι πραγματικά ένα μεγάλο βήμα, τόσο μεγάλο όσο εκείνο του 1974 και 1981. Ακόμη και σαν αυθόρμητο αίτημα η αξία μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς» είναι τεράστια. Είναι ένα ενδιάμεσο αίτημα, αλλά όχι ένα μεταβατικό αίτημα. Μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» θα πρόκειται για μια σοσιαλδημοκρατική λύση στην κατεύθυνση των συμφερόντων της αστικής τάξης και του πολιτικού της συστήματος. Θα καταρρεύσει κάτω από τα βάρος των δυσκολιών της κρίσης και της αδυναμίας της να πάρει ριζοσπαστικά στρώματα όπως η κρατικοποίηση των μεγάλων βιομηχανιών και του τραπεζικού και εφοπλιστικού συστήματος κάτω από εργατικό έλεγχο, η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των μισθών και των συντάξεων. Σαν αυθόρμητο αίτημα του λαού είναι αποδεκτό αλλά ο λαός δεν έχει κατανοήσει ακόμα τις διαχειριστικές λογικές και πρακτικές που έχει υπόψη της η Αριστερά του ΚΚΕ, του ΣΥΝ και της ΔΗΜΑΡ. Έχει κατά νου οτι όλη η Αριστερά θα έπρεπε να είναι ενωμένη, αγνοώντας το γεγονός ότι ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΔΗΜΑΡ δεν είναι παρά η νέα σοσιαλδημοκρατία της μετά ΠΑΣΟΚ εποχής.

Αλλά αυτή η σοσιαλδημοκρατική, ρεφορμιστική αριστερά του φαίνεται προσιτή και οικεία γιατί δεν υπερτονίζει την ανάγκη της ρήξης με την ευρωζώνη και την ΕΕ, δηλαδή ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Αυτό είναι λογικό στο βαθμό που η συνείδηση των μαζών δεν μπορεί να κάνει άλματα από το ΠΑΣΟΚ προς την επαναστατική αριστερά, ακόμη και το ΚΚΕ. Όχι γιατί δεν υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για να γίνουν τέτοια άλματα αλλά γιατί η πολιτική των ρεφορμιστικών κομμάτων, το πρόγραμμά τους, στέκεται εμπόδιο. Το ίδιο το ΚΚΕ έχει περιορίσει τον ρόλο του σε αντιπολίτευση και το έχει τονίσει ξεκάθαρα: Ψηφίστε μας για να υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση σε μια κατά τα άλλα ισχυρή κυβέρνηση της αστικής τάξης. Πολλά θα κριθούν από την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ και της αναλογικής τους σχέσης.

 

Από τη μεριά των επαναστατών μαρξιστών απαιτείται να επεξεργασθούν (καλύτερα να είχαν εδώ και πολύ καιρό επεξεργασθεί) το μεταβατικό τους πρόγραμμα. Για παράδειγμα, η κινητή κλίμακα ωρών και μισθών δεν τίθεται από κανέναν σαν μεταβατικό αίτημα. Η διαγραφή του χρέους των μικρών και των μεσαίων νοικοκυριών δεν τίθεται καν και υιοθετήθηκε πρόσφατα από το ΚΚΕ, σε μια λαικίστικη βάση. Για τους ανέργους δεν ακούμε τίποτα. Για την ανασυγκρότηση του «κινήματος των αγανακτισμένων» σε νέα πολιτική βάση, επίσης δεν ακούμε τίποτα (το αίτημα είναι μεταβατικό αλλά φυσικά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς το Ενιαίο Μέτωπο και ξεκομμένο απ’ αυτό). Για την παύση πληρωμών των χαρατσιών και των φόρων επίσης δεν ακούμε τίποτε από πολλές οργανώσεις. Με βάση ποια μεταβατικά αιτήματα σκέφτονται να οργανώσουν το πρόγραμμά τους οι διάφορες οργανώσεις; Η κάθε μια ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες και τις προτιμήσεις της χωρίς καμιά αναφορά στα πραγματικά προβλήματα του λαού και της εργατικής τάξης.

 

Ο ρόλος των επαναστατών μαρξιστών δεν είναι ν’ ακολουθούν την τάξη και ν’ αποτελούν μια αριστερή αντιπολίτευση στο ΚΚΕ ή στον ΣΥΡΙΖΑ (όντας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ πολλές φορές). Ο καιρός της αριστερής αντιπολίτευσης έχει παρέλθει από τη στιγμή που αναγνωρίσουμε οτι τα κόμματα αυτά έχουν οριστικά και αμετάκλητα χαθεί για την εργατική τάξη. Ο ρόλος των επαναστατών μαρξιστών είναι να θέσουν τα κρίσιμα μεταβατικά αιτήματα της εποχής, έναν – δυο τόνους πάνω από τη σημερινή κατάσταση της συνείδησης της εργατικής τάξης. Ο ρόλος τους είναι να υψωθούν πάνω από την τάξη, έναν – δυο τόνους, και να την εκπαιδεύσουν στην αναγκαιότητα των μεταβατικών αιτημάτων.

 

Αφού για μια μεγάλη περίοδο πολλές οργανώσεις και κόμματα σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν το ζήτημα του δημόσιου χρέους, σήμερα υπάρχει σύγκλιση ως προς το ζήτημα αυτό.  Μια διαχωριστική γραμμή σε σχέση με την «αντιμνημονιακή» (στα λόγια) δεξιά και ακροδεξιά είναι ασφαλώς το ζήτημα του «επαχθούς» τμήματος του δημόσιου χρέους. Δεν υπάρχει τέτοιο τμήμα εφόσον ολόκληρο το χρέος είναι εκ των πραγμάτων επαχθές με τα ληστρικά επιτόκια και τις ανακεφαλαιοποιήσεις ή την απάτη του PSI. Για το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους η επαναστατική αριστερά παρέμεινε εντελώς σιωπηλή ολόκληρο το διάστημα από το 2009 μέχρι τελικά να πάρει το ζήτημα στα χέρια του σήμερα το ΚΚΕ! Αντί να δουν τα προβλήματα αυτά οι οργανώσεις της   επαναστατικής αριστεράς διύλισαν τον κώνωπα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν έβαλαν συγκεκριμένα μεταβατικά αιτήματα και δεν έκαναν τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης».

 

Οι περισσότερες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς παρέμειναν άπρακτες, σε μεγάλο βαθμό και ασφαλώς, στο ζήτημα της συνέχισης της πάλης στις γειτονιές (και τόπους δουλειάς) μετά τις δημοτικές εκλογές. Το ζήτημα της πάλης και ζύμωσης στις γειτονιές ήταν απλό και αυτονόητο αλλά δεν έγινε τίποτε. Έρχονται σήμερα ξαφνικά με προγραμματικά αιτήματα και συγκεντρώσεις όπως – όπως σε πολιτιστικά κέντρα και δημαρχεία να καλύψουν το κενό. Αυτός είναι φυσικά ο σεχταρισμός σ’ ολόκληρο το μεγαλείο του. Μεγάλη, ανυπολόγιστη ζημιά γίνεται επίσης από το γεγονός ότι δυο οργανώσεις με αναφορά στην 4η Διεθνή κατεβαίνουν χωριστά στις εκλογές (ΕΕΚ και ΟΚΔΕ – Εργατική Πάλη).

Τι πάει να πει «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»; Εμείς από τις δημοτικές εκλογές κιόλας είχαμε προειδοποιήσει ότι το ζήτημα της πάλης και ζύμωσης στις γειτονιές στην ερχόμενη περίοδο θα ήταν κρίσιμο, θεμελιώδες. Για το ζήτημα του δημόσιου χρέους είχαμε τονίσει ότι μεγάλο του μέρος είναι εσωτερικό χρέος και επομένως κανένα PSI δεν πρόκειται να ωφελήσει. Για το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους επιμέναμε να τεθεί σαν μεταβατικό αίτημα η διαγραφή του για την ελάφρυνση του βάρους των μικρομεσαίων νοικοκυριών. Καμιά οργάνωση δεν το υιοθέτησε μέχρι να το αποδεχθεί σήμερα το ΚΚΕ, το οποίο αρχικά ούτε που ήθελε ν’ ακούσει για καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και διαγραφή του χρέους με έξοδο από την ΕΕ και την ευρωζώνη –στα λόγια βέβαια, εφόσον όλα αυτά πρέπει να γίνουν στο καθεστώς της «λαϊκής εξουσίας και οικονομίας», δηλαδή ζήσε Μάη μου.

 

Μπροστά στις εκλογές το ΚΚΕ αναδιπλώνεται και υιοθετεί ορισμένα σωστά αιτήματα που έχουν να κάνουν με τα πραγματικά προβλήματα. Αυτά φυσικά είναι για να συγκρατήσει τη βάση του που έχει αρχίσει να βλέπει τη ρεφορμιστική, σοσιαλδημοκρατική πορεία του κόμματος μπροστά στην πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά το 2008. Επιφανειακά, φαίνεται να πηγαίνει πιο αριστερά σε προγραμματικούς όρους. Αλλά για να είναι μεταβατικά τα αιτήματα δεν μπορούν να προϋποθέτουν το καθεστώς της «λαϊκής εξουσίας και οικονομίας». Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τέτοια αιτήματα, όπως τα μεταβατικά, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από καμιά αστική ή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (παλιού ή νέου τύπου) αλλά αποτελούν, πραγματικά, γέφυρα από τη σημερινή κατάσταση προς το αύριο της εργατικής κυβέρνησης και του σοσιαλισμού. Αν προϋποθέτουν τον σοσιαλισμό για να πραγματοποιηθούν, από προγραμματική άποψη,  τότε δεν είναι μεταβατικά αιτήματα αλλά αιτήματα στα λόγια και φτηνή δημαγωγία για κατανάλωση από την κομματική βάση.

 

Αν οι οργανώσεις και τα κόμματα των επαναστατών μαρξιστών είχαν κάνει τη σωστή δουλειά μετά τις δημοτικές εκλογές δεν θα βρισκόμασταν σήμερα μπροστά σε διάφορα αδιέξοδα, σεχταριστικές κινήσεις, διάφορες ονειροφαντασίες του εισοδισμού (που τείνει πραγματικά να γίνει sui generis) κ.λπ. Αν υπήρχε η σωστή αίσθηση σχετικά με την εφαρμογή, την κατανόηση και την εξειδίκευση του Μεταβατικού Προγράμματος, οι οργανώσεις και τα κόμματα θα είχαν αφαιρέσει την «πρωτιά» από πολλά αιτήματα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ και θα μπορούσαν να πουν: «Ορίστε, τους υποχρεώσαμε να έρθουν με τα δικά μας αιτήματα». Θα είχαν πραγματικά υψωθεί πάνω από την τρέχουσα συνείδηση των μαζών για να τις εκπαιδεύσουν και να τις κινητοποιήσουν πάνω σε σωστά και καίρια αιτήματα. Σήμερα που μέχρι κι’ ο Καμμένος και η Χρυσή Αυγή μιλούν για «επαχθές χρέος» είναι αργά. Για τον κόσμο αυτό φαίνεται να αναδεικνύεται σε ορθό αίτημα αλλά με παλινωδίες και πολλές σκέψεις. Δουλειά των επαναστατών μαρξιστών είναι να διαλύσουν τις αμφιβολίες και τις παλινωδίες του κόσμου (π.χ. ναι ή όχι στο ευρώ) με αποφασιστικό τρόπο. Δηλαδή ν’ αναδείξουν εκείνα τα σημεία του Μεταβατικού Προγράμματος που δίνουν θετική διέξοδο από την κρίση και την αποχώρηση από την ΕΕ και την ευρωζώνη και ταυτόχρονα εγγυώνται την ευημερία των λαϊκών στρωμάτων και την ανάπτυξη μιας νέας οικονομίας που θα στηρίζεται στην εκτεταμένη κρατικοποίηση και τον εργατικό έλεγχο σαν πρώτο στάδιο προς την εργατική κυβέρνηση και την εξουσία των εργαζομένων πάνω στην πολιτική και την οικονομία.  Πάνω απ’ όλα:

 

«Το κεντρικό καθήκον της Τέταρτης Διεθνούς είναι να απελευθερώσει το προλεταριάτο από την παλιά ηγεσία, που ο συντηρητισμός της βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την καταστροφική έκρηξη του αποσυντιθέμενου καπιταλισμού και αποτελεί το κύριο εμπόδιο στην ιστορική πρόοδο. Η κύρια κατηγορία που η Τέταρτη Διεθνής εκτοξεύει ενάντια στις παραδοσιακές οργανώσεις του προλεταριάτου, είναι το γεγονός ότι αυτές δεν θέλουν να ξεκολλήσουν από το πολιτικό μισοπτώμα της μπουρζουαζίας. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η διεκδίκηση, η συστηματικά απευθυνόμενη στην παλιά ηγεσία: «σπάστε τους δεσμούς σας με την μπουρζουαζία, πάρτε την εξουσία!», είναι ένα εξαιρετικά σπουδαίο όπλο […]  Έτσι, το σύνθημα «κυβέρνηση εργατών και αγροτών», χρησιμοποιείται από μας αποκλειστικά με την έννοια που είχε το 1917 στο στόμα των Μπολσεβίκων, δηλαδή σαν ένα σύνθημα ενάντια στην μπουρζουαζία και τον καπιταλισμό, αλλά σε καμιά περίπτωση με τη «δημοκρατική» έννοια που του έδωσαν αργότερα οι επίγονοι, μεταμορφώνοντάς το από γέφυρα προς τη σοσιαλιστική επανάσταση στο κύριο εμπόδιο στο δρόμο της.» (Μεταβατικό Πρόγραμμα).

Φυσικά το αίτημα για μια εργατική κυβέρνηση δεν είναι παρά ακριβώς αυτό το αίτημα με την έννοια που είχε το 1917 και με την έννοια που είχε στο Μεταβατικό Πρόγραμμα. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες ιδιάζουσες απόψεις. Μια οργάνωση που συμμετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί για παράδειγμα ότι:

«Διαφωνούμε με την πρόταση να θέσει η Αριστερά το στόχο «Έξω από το ευρώ». Το «Έξω από το ευρώ» δεν μπορεί να είναι -και δεν είναι- μεταβατικό αίτημα, δεν ανήκει σε αυτά τα αιτήματα που γεφυρώνουν το σήμερα με τον αγώνα για το σοσιαλισμό. Η σύγκρουση με την Ευρωζώνη (αλλά και το διεθνές σύστημα γενικότερα) θα είναι προϊόν της ρήξης με το δικό μας καπιταλισμό, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της ρήξης. Αν θεωρήσουμε το «Έξω από το ευρώ» μεταβατικό αίτημα, τότε σημαίνει ότι την έξοδο από το ευρώ με καπιταλιστικούς όρους τη θεωρούμε προϋπόθεση για τη ρήξη με το δικό μας καπιταλισμό. Σε αυτή την περίπτωση, αναπόφευκτα πέφτουμε στο φετιχισμό του νομίσματος και στα οφέλη που θα αποφέρει: δυνατότητα τυπώματος χρήματος, υποτίμηση, ευνόηση των εξαγωγών κ.λπ.».[1]

Στο ζήτημα αυτό η συγκεκριμένη άποψη πέφτει στη λογική του ΚΚΕ, δηλαδή ότι υπάρχει καν πιθανότητα να γίνει μια έξοδος από το ευρώ «με καπιταλιστικούς όρους». Η σύγκρουση με την ευρωζώνη θα είναι το αποτέλεσμα της ρήξης με τον «δικό μας» καπιταλισμό κι’ όχι ένα μεταβατικό αίτημα, αλλιώς μάλιστα «αναπόφευκτα πέφτουμε στο φετιχισμό του νομίσματος και στα οφέλη που θα αποφέρει». Φυσικά μια συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ είναι καλό να θεωρεί ότι δεν πρέπει να υπάρξει σύγκρουση με την ευρωζώνη! Και με τον τρόπο αυτό ν’ αναγκάζεται να πέσει πίσω ακόμη κι’ από το ΚΚΕ! Αλλά για τους επαναστάτες μαρξιστές το αίτημα για αποχώρηση από το ευρώ δεν συνδέεται με τα οφέλη που θ’ απόφέρει σε όρους υποτίμησης. Ίσα- ίσα τέτοια αποτελέσματα θα πάρουν χρόνο κι’ εξαρτώνται από την παραγωγική δομή και τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας ή τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» όπως λένε οι αστοί οικονομολόγοι. Για τους επαναστάτες μαρξιστές η σύγκρουση με την ευρωζώνη παρέχει στην Ευρωπαϊκή εργατική τάξη, πρώτα του νότου και μετά ολόκληρης της Ευρώπης, μια εναλλακτική προοπτική, καθιστά την χώρα τον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και επομένως θέτει τις προϋποθέσεις για την ανατροπή του. Απ’ την άποψη αυτή ασφαλώς και είναι μεταβατικό αίτημα και σαν αίτημα έχει ήδη αναδειχθεί από μεγάλο τμήμα της αριστεράς, στον ένα ή άλλο βαθμό.

«Άρα, η θέση μας είναι: καμιά θυσία για το ευρώ – καμιά αυταπάτη για τη δραχμή!».

Με μια τέτοια «γενναία» και γενική στάση θεωρείται ότι ξεμπερδεύει κανείς με τον «φετιχισμό του νομίσματος». Ταυτόχρονα,

«Τα νομίσματα είναι ταξικά: είναι εργαλεία ταξικής πολιτικής. Η ταξικότητά τους δεν κρίνεται από το αν είναι εθνικά, αλλά από το σε ποιο πλαίσιο εξουσίας λειτουργούν».

Αλλά αυτός ακριβώς είναι ο φετιχισμός, δηλαδή να μην αναγνωρίζει κανείς τη στοιχειώδη αλήθεια ότι το νόμισμα δεν είναι παρά γενικό εμπορικό ισοδύναμο, ότι τελικά μακροχρόνια δεν έχει σημασία αν η Ελλάδα έχει υιοθετήσει τη δραχμή ή το ευρώ. Με την ίδια έννοια τα πάντα είναι ταξικά και επομένως δεν έχει σημασία παρά μόνο σε ποιο πλαίσιο εξουσίας λειτουργούν. Μια τέτοια λογική καταστρέφει το Μεταβατικό Πρόγραμμα εξειδικευμένο στις σημερινές συνθήκες, βολεύει και δικαιολογεί τις συντηρητικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να χάνει εκλογική πελατεία και διευκολύνει και τους κάθε λογής, sui generis εισοδιστές να συμμετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ και να ματαιοπονούν ότι σε μια ενδεχόμενη εσωκομματική σύγκρουση  θα κατορθώσουν ν’ αποχωρήσουν ενισχυμένοι. Είναι καιρός για τους sui generis εισοδιστές να κάνουν έναν απολογισμό από την μακρόχρονη παραμονή τους στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν κρίνουν ότι το ισοζύγιο είναι θετικό και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τις φιλο – ευρωπαϊκές του θέσεις (πέρα και πάνω μάλιστα από κάθε ταξική ανάλυση) αποτελεί αξιόπιστη δύναμη για την οργάνωση των μελλοντικών αγώνων της εργατικής τάξης, ας παραμείνουν.

 

Για μας, το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι χαμένη υπόθεση για τους αγώνες της εργατικής τάξης, είναι η σοσιαλδημοκρατία νέου τύπου που ενδεχόμενα θ’ αναδειχθεί αν αποτύχει η ΔΗΜΑΡ. Την αποτυχία της ΔΗΜΑΡ είναι λογικό κι’ αναμενόμενο ν’ ακολουθήσει μάλλον μια ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ παρά η ενίσχυση της νέας σοσιαλδημοκρατίας ΚΚΕ / ΣΥΡΙΖΑ. Οι σχετικές κινήσεις των μαζών προς αυτή την κατεύθυνση θα έχουν μια μεγάλη σημασία για την προγραμματική παρέμβαση των επαναστατών μαρξιστών και για τη μετεκλογική διαμόρφωση των ενδιάμεσων και μεταβατικών αιτημάτων. Αλλά εκ των προτέρων, οι σχετικές κινήσεις των μαζών δεν είναι αντικειμενικά δοσμένες και μπορούν να διαμορφωθούν στη βάση ενός εξειδικευμένου Μεταβατικού Προγράμματος στις σημερινές συνθήκες.

 

Το μεγαλύτερο σφάλμα θα είναι μια επανάληψη του σφάλματος των δημοτικών εκλογών όπου καταγράφηκε η άνοδος των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΕΚ, κ.λπ.) και το πράγμα έμεινε εκεί χωρίς συνέχεια και εντατικοποίηση της πάλης στις γειτονιές. Αυτές οι εκλογές δεν πρόκειται να είναι το τέλος και η καταγραφή δυνάμεων και προτσέσων αλλά αντίθετα η απαρχή για τις δυνάμεις εκείνες των επαναστατικών μαρξιστών που θέλουν ν’ αποκτήσουν λαϊκά κι’ εργατικά ερείσματα. Πέρα από την καταγραφή των δυνάμεων, που αναμφίβολα θα είναι θετική, το πραγματικό ζητούμενο θα είναι η μετατροπή της καταγραφής των δυνάμεων στους όρους εκείνους που θα επιτρέψουν τη συγκρότηση ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης και των συμμαχιών που θα έχει καταγράψει και στη συνέχεια καταχτήσει.

 

Το πραγματικό ζητούμενο δεν είναι ούτε ο sui generis εισοδισμός που αναπόφευχτα θ’ αποτύχει ούτε μια σεχταριστική καταγραφή των δυνάμεων ώστε να επηρεασθούν (πράγμα ανέφικτο) οι συσχετισμοί δυνάμεων μέσα στα πλαίσια της επαναστατικής αριστεράς. Το πραγματικό ζητούμενο είναι εντελώς διαφορετικό και αφορά τη συγκρότηση μιας ενιαίας οργάνωσης της επαναστατικής αριστεράς σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Η λύση των προγραμματικών, υποκειμενικών και πολιτικών αδιεξόδων της Ελληνικής επαναστατικής αριστεράς βρίσκεται στην ένταξή της σε μια Ευρωπαϊκή οργάνωση που να μπορεί να σταθμίσει τα προβλήματα και τα αιτήματα από τη σκοπιά και την άποψη της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης συνολικά κι’ όχι αποκλειστικά και μόνο στη βάση των Ελληνικών ιδιομορφιών. Φυσικά το εγχείρημα είναι τιτάνιο αλλά αποτελεί τη μοναδική λύση. Μ’ άλλα λόγια η κατεύθυνση δεν είναι άλλη από τη συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Κόμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης σαν πρώτου και γιγάντιου βήματος προς τη συγκρότηση ενός Παγκόσμιου Κόμματος.

 

Βλέπουμε τα προβλήματα στην ευρωζώνη να διευρύνονται (μετά τη «διευθέτηση» του PSI για την Ελλάδα) στην Ισπανία, για παράδειγμα. Σαν ντόμινο θ’ ακολουθήσει και πάλι ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός νότος όπως και πριν τη «διευθέτηση» του Ελληνικού προβλήματος. Μπροστά μας βρίσκεται, για να το πούμε απλά, η συνολική επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στην εργατική τάξη του Ευρωπαϊκού νότου που τείνει, επίσης συνολικά, να γίνει ο μεγάλος και εκτεταμένος «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης. Το μεγάλο στοίχημα του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού δεν είναι να «διευθετήσει» το χρέος του Ευρωπαϊκού νότου αλλά, εφόσον το «διευθετήσει», ν’ ανταγωνιστεί με επάρκεια τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Όσο αυτό παραμένει ανέφικτο (δηλαδή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα) η οικονομική κρίση θα συνεχίσει να είναι παρούσα και οι εξεγέρσεις (σε κάθε μορφή) θα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Αυτό ακριβώς το προτσές είναι που θέτει την Ελληνική κι’ Ευρωπαϊκή επαναστατική αριστερά μπροστά σ’ ένα κρίσιμο ζήτημα: Ενοποίηση ή καταστροφή και υποχωρήσεις, ήττες και παλινδρομήσεις σ’ εθνικό επίπεδο.

 

 

Το πρόγραμμα του ΕΕΚ

 

Η εκλογική διακήρυξη της ΚΕ του ΕΕΚ (24/3/2012) περιέχει αρκετά χαρακτηριστικά ενός λογικού προγράμματος. Όταν όμως έρχεται η ώρα να τεθεί σαν μεταβατικό αίτημα η αποχώρηση από την ΕΕ και την ευρωζώνη, τότε το ΕΕΚ υιουετεί μια επαμφοτερίζουσα στάση:

 

««Ζητάτε επιστροφή στην δραχμή», μας λένε.  Το ΕΕΚ απορρίπτει το φτηνό εκβιασμό και το ψευτοδίλημμα «ευρώ ή δραχμή;» Δεν παλεύουμε να αποτινάξουμε τον ζυγό των τοκογλύφων και της ΕΕ για να γυρίσουμε σε μια ρημαγμένη χρεοκοπημένη καπιταλιστική Ελλάδα με δραχμές-κουρελόχαρτα. Η διαγραφή του χρέους έχει την δική της λογική. Απαιτεί να παρθούν άμεσα μέτρα ενάντια στην απειλή  της κατάρρευσης: εθνικοποίηση των τραπεζών κι όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση και κάτω από εργατικό έλεγχο κι αναδιοργάνωση της οικονομίας σχεδιασμένη σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες κι όχι το καπιταλιστικό κέρδος.»

 

Αυτό το αίτημα είναι λογικό αλλά με ποιο νόμισμα θα γίνει αυτή η εθνικοποίηση των τραπεζών και όλων των άλλων μεγάλων επιχειρήσεων στους στρατηγικούς κλάδους κάτω από εργατικό έλεγχο και σχεδιασμό; Πως γίνεται να είναι φτηνός εκβιασμός και ψευτοδίλημμα το ζήτημα ευρώ ή δραχμή;  Πως γίνεται να είναι άραγε σωστή η θέση του ΕΕΚ ότι μια ενδεχόμενη αποχώρηση από την ευρωζώνη, με παράλληλη μονομερή διαγραφή του χρέους, να οδηγήσει «σε μια ρημαγμένη χρεοκοπημένη καπιταλιστική Ελλάδα με δραχμές-κουρελόχαρτα»;

 

Το ΕΕΚ επομένως μας λέει ότι αν θέσουμε σαν μεταβατικό αίτημα την αποχώρηση από την ευρωζώνη αυτό θα είναι ένα λαθεμένο «μεταβατικό αίτημα» αφού θα οδηγήσει τη χώρα στην οικονομική καταστροφή αν παραμείνει καπιταλιστική. Αλλά θέτοντας το αίτημα αυτό σαν μεταβατικό, οι επαναστάτες μαρξιστές καθόλου δεν έχουν στο μυαλό τους να διατηρήσουν την καπιταλιστική εξουσία αλλά ίσα – ίσα να την ανατρέψουν. Το ΕΕΚ τονίζει: «Η διαγραφή του χρέους έχει την δική της λογική. Απαιτεί να παρθούν άμεσα μέτρα ενάντια στην απειλή  της κατάρρευσης: εθνικοποίηση των τραπεζών κι όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας». Επομένως προτάσσει τη διαγραφή του χρέους σαν το αναγκαίο μεταβατικό αίτημα. Αλλά πριν ακριβώς το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, τονίζει και το εξής:

 

«Δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε την παραμικρή ανάσα παρά μόνο βγάζοντας από τον λαιμό μας την θηλιά με το χρέος που μας στραγγαλίζει, με την άμεση και μονομερή διαγραφή όλου του χρέους στους διεθνείς τοκογλύφους, χωρίς αποζημίωση. Κάτι τέτοιο  δεν μπορεί, βέβαια, να γίνει χωρίς ρήξη κι έξοδο από την φυλακή της ΕΕ και το κελί του ευρώ.»

 

Ταυτόχρονα λοιπόν με τη μονομερή διαγραφή του χρέους πρέπει να γίνει και η σύγκρουση / έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ. Μα τότε ίσα το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» γίνεται ζωτικό για τους επαναστάτες μαρξιστές. Αποκτά τη σημασία και τη βαρύτητα ενός μεταβατικού αιτήματος, μια βαρύτητα που είναι τόσο μεγάλη όσο και αυτή της μονομερούς διαγραφής του χρέους και των εκτεταμένων κρατικοποιήσεων με εργατικό έλεγχο στα πλαίσια μιας σχεδιασμένης οικονομίας, ακριβώς γιατί τα ζητήματα είναι αλληλένδετα. Όποιος ζητά διαγραφή του χρέους και αποχώρηση από την ΕΕ και την ευρωζώνη αναπόφευκτα αντιμετωπίζει το δίλημμα ευρώ ή δραχμή, μέσα στα πλαίσια των όσων θέτει σαν μεταβατικά αιτήματα προς τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

 

Τι σημαίνει ότι «[η] διαγραφή του χρέους έχει την δική της λογική. Απαιτεί να παρθούν άμεσα μέτρα ενάντια στην απειλή  της κατάρρευσης»; Τέτοια μέτρα όπως η κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση δεν μπορούν ασφαλώς να ληφθούν από μια αστική ή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με την έννοια αυτή η λογική της διαγραφής του χρέους είναι η λογική ενός μεταβατικού αιτήματος. Ας πάρουμε τώρα το ζήτημα «ευρώ ή δραχμή» που είναι ουσιαστικά ένα ζήτημα άμεσης σύγκρουσης με την ευρωζώνη; Στην υποθετική περίπτωση που κάτι τέτοιο γίνει από μια συντηρητική κυβέρνηση (δεξιάς, ακροδεξιάς κ.λπ.) ασφαλώς δεν οδηγεί στη σωστή κατεύθυνση, αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι αν μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί να οδηγηθεί σε μια σύγκρουση με τον Ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Αυτό δεν αποτελεί σήμερα στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης και αν γίνει προϋποθέτει διαγραφή του χρέους μαζί με τα άμεσα μέτρα της κρατικοποίησης και του εργατικού ελέγχου για να μην καταρρεύσει η οικονομία. Άρα η διαγραφή του χρέους και η σύγκρουση με το ευρώ είναι δυο πλευρές του ίδιου μεταβατικού αιτήματος.

 

Παρότι τα δυο αιτήματα οδηγούν συμμετρικά στα ίδια πολιτικά συμπεράσματα εντούτοις το ΕΕΚ επιμένει ότι το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» είναι ψευτοδίλημμα και εκβιασμός. Τον λόγο μας τον εξηγεί ο Σ. Μιχαήλ:

 

«Η παραμονή στο σιδερένιο κλουβί της Ε.Ε. είναι αδύνατη. Αλλά και η επιστροφή πίσω στο Εθνικό Κράτος και το εθνικό νόμισμα, στις σημερινές συνθήκες αναπτυγμένης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, δεν αποτελεί λύση. Η εθνικιστική εσωστρέφεια αποτελεί ευλογία για την αναπτυσσόμενη άκρα δεξιά και συνταγή για οικονομική και πολιτική καταστροφή[2]

 

Αν το μοναδικό μεταβατικό αίτημα των επαναστατών μαρξιστών ήταν η επιστροφή στη δραχμή, τότε κατά τον Σ. Μιχαήλ δεν θα διέφεραν σε τίποτα από την ακροδεξιά. Πραγματικά υπάρχουν σήμερα τμήματα της δεξιάς και της ακροδεξιάς που αναπτύσσουν μια «αντιμνημονιακή» ρητορεία και / ή μια  ρητορεία ενάντια στην ΕΕ και την ευρωζώνη αλλά χωρίς καμιά συγκεκριμενοποίηση. Η Χρυσή Αυγή για παράδειγμα λέει:

 

«Καταγγελία του μνημονίου. Λογιστικός έλεγχος του δημοσίου χρέους και όλων των δανειακών συμβάσεων από το 1974 μέχρι σήμερα και άρνηση πληρωμής του παράνομου και επαχθούς χρέους […] Άμεση εθνικοποίηση των τραπεζικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου και συγχώνευση των φαλιρισμένων ιδιωτικών τραπεζών σε μία ισχυρή εθνική τράπεζα. Διαγραφή τραπεζικών χρεών των ελληνικών οικογενειών με κοινωνικά κριτήρια […] Αποδέσμευση από διεθνείς οργανισμούς που δεν εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα.
Ναι στην Ευρώπη των Εθνών, όχι στην Ευρώπη του κεφαλαίου και των τοκογλύφων
[3]

 

Το κόμμα των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» του Καμμένου:

 

«Απαιτεί την κατάργηση του μνημονίου και αρνείται να δεχτεί το επαχθές, παράνομο χρέος που διαμορφώθηκε με τοκογλυφικά επιτόκια […] Πιστεύουμε στην Ενωμένη Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνεργασίας, όπου όλα τα κράτη-μέλη είναι ισότιμα, διατηρώντας την εθνική τους υπόσταση και αξιοπρέπεια και αρνούμαστε τις λογικές και πρακτικές, που την έχουν μετατρέψει σε όχημα συμφερόντων των πιο ισχυρών χωρών και του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος».[4]

 

Επομένως η άκρα δεξιά ζητά τη διαγραφή του «επαχθούς» τμήματος του χρέους όπως και την καταγγελία του Μνημονίου. Η Χρυσή Αυγή προχωρεί ακόμα περισσότερο και ζητά την άμεση εθνικοποίηση των τραπεζών και τη διαγραφή των χρεών των νοικοκυριών με «κοινωνικά κριτήρια». Για την έξοδο από το ευρώ δεν λέει κουβέντα για να μη τρομάξει τους «νοικοκυραίους» αφήνοντας να εννοηθεί ότι άλλο πράγμα η διαγραφή του «επαχθούς» τμήματος του χρέους και η καταγγελία του Μνημονίου και εντελώς άλλο πράγμα η έξοδος από το ευρώ ή ακόμα και από την ΕΕ. Φυσικά, η απάτη είναι ότι κάλλιστα μπορεί να ισχυρισθούν οι αστοί οικονομολόγοι ότι με το κούρεμα και το PSI έγινε ήδη η διαγραφή του «επαχθούς» τμήματος του χρέους! Η ολοκληρωτική και μονομερής διαγραφή του χρέους είναι εντελώς άλλο αίτημα και γι’ αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα μεταβατικό αίτημα των επαναστατών μαρξιστών.

 

Αλλά τα μεταβατικά αιτήματα πρέπει να είναι ξεκάθαρα. Όταν το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» δεν τίθεται καν από την άκρα δεξιά τι κάνει το ΕΕΚ και τον Σ. Μιχαήλ να πιστεύουν ότι το αίτημα της εξόδου από το ευρώ μπορεί να λειτουργήσει σαν «εθνικιστική εσωστρέφεια [που] αποτελεί ευλογία για την αναπτυσσόμενη άκρα δεξιά και συνταγή για οικονομική και πολιτική καταστροφή»;

 

Πως αποτελεί ευλογία ένα αίτημα που συνάγεται από τα υπόλοιπα μεταβατικά αιτήματα των επαναστατών μαρξιστών σχετικά με την αποχώρηση από την ΕΕ και την ευρωζώνη; Γιατί κινδυνολογεί το ΕΕΚ σχετικά με «συνταγή για οικονομική και πολιτική καταστροφή» και από πότε είναι έργο των επαναστατών μαρξιστών να συμβουλεύουν την αστική τάξη σχετικά με το τι είναι καταστροφική πολιτική και τι δεν είναι; Δεν ήταν το ΕΕΚ υπέρ του Αργεντινάζο και της εκδίωξης του ΔΝΤ όταν εφάρμοζε μια παρόμοια πολιτική στην Αργεντινή; Καταστράφηκαν ο Ισημερινός και η Τουρκία εκδιώχνοντας το ΔΝΤ; Λέγοντας ότι η «απλή» έξοδος από την ευρωζώνη αποτελεί καταστροφή με δραχμές – κουρελόχαρτα δεν είναι παρά μια αστική τοποθέτηση παρόμοια με αυτή που εκφράζει στην κινδυνολογία της η κυβέρνηση Παπαδήμου και τα δυο μεγάλα κόμματα. Από την άποψη αυτή το ΕΕΚ έχει απομακρυνθεί από την ουσία του Μεταβατικού Προγράμματος και τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης.

 

Για τους επαναστάτες μαρξιστές δεν μπορεί να υπάρξει μια «απλή» και ομαλή έξοδος από το ευρώ κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Πρώτον, δεν υπάρχουν οι πολιτικοί φορείς στη ρεφορμιστική αριστερά, τη δεξιάς ή την ακροδεξιά και της σοσιαλδημοκρατία για να προβούν σε μια τέτοια κίνηση, εφόσον δεν το έχουν καν στα πολιτικά τους προγράμματα και δεν το επιθυμούν. Δεύτερον, ο λόγος που δεν το επιθυμούν είναι γιατί ξέρουν ότι οι η κοινωνική έκρηξη που θα προκληθεί θα είναι τεράστια και ανεξέλεγκτη και μπορεί να στραφεί στην αριστερά και μάλιστα στα πιο πρωτοποριακά της τμήματα. Τρίτον, ο λόγος που δεν το επιθυμούν είναι γιατί δεν αποτελεί στρατηγική επιλογή της ντόπιας και της Ευρωπαϊκής αστικής τάξης που ξέρουν ότι θ’ αντιμετωπίσουν ανεξέλεγκτα ντόμινο και κοινωνικές εκρήξεις στον Ευρωπαϊκό νότο κι’ από εκεί στην καρδιά της ΕΕ, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Τέταρτον, η δεξιά και η ακροδεξιά δεν μπορούν ν’ ακολουθούν κατά πόδας το ΚΚΕ που ήδη έχει υιοθετήσει τη γραμμή της σύγκρουσης με την ευρωζώνη στα λόγια τουλάχιστον (κάτω από το καθεστώς της «λαϊκής εξουσίας και οικονομίας») και της διαγραφής του χρέους των νοικοκυριών με κοινωνικά κριτήρια (μέχρι ετήσιο εισόδημα 45.000 ευρώ). Η Χρυσή Αυγή υιοθετεί το πυροτέχνημα της εθνικοποίησης των τραπεζών, που θα το ξεχάσει αύριο, αλλά δεν μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με την αστική τάξη που θεωρεί στρατηγική επιλογή το ευρώ.

 

Μ’ αυτές τις εκτιμήσεις, η «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δεξιά και η ακροδεξιά δεν μπορούν να επωφεληθούν καθόλου από τα πυροτεχνήματα περί καταγγελίας του Μνημονίου και διαγραφής του «επαχθούς» χρέους. Το ΕΕΚ και ο Σ. Μιχαήλ φοβούνται ότι μια εθνικά εσωστρεφής πολιτική που θα καταλήξει σε έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση της δραχμής με τον συνακόλουθο πληθωρισμό (για μια ορισμένη χρονική περίοδο) μπορούν να ενισχύσουν τις εθνικιστικές και περισσότερο ακόμα εσωστρεφείς τάσεις. Αυτή είναι, φυσικά, μια εκτίμηση. Αν η εκτίμηση είναι σωστή τότε η αριστερά θα βρεθεί αντικειμενικά στο περιθώριο ενώ ο τρόπος για να μην γίνει αυτό είναι να έχουμε το σωστό μεταβατικό αίτημα, δηλαδή την  πλήρη και μονομερή διαγραφή του χρέους. Σπεύδουν να τονίσουν τα άμεσα μέτρα που είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η «οικονομική καταστροφή», δηλαδή εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας κάτω από εργατικό έλεγχο και σχεδιασμό της οικονομίας. Μέρος όμως αυτών των αναγκαίων μέτρων σ’ ότι αφορά τις τράπεζες έχει υιοθετήσει και η Χρυσή Αυγή! Δεν είναι αυτό επικίνδυνη διολίσθηση στις θέσεις της Χρυσής Αυγής;

 

Οι επαναστάτες μαρξιστές γνωρίζουν πως δεν είναι διότι για την Χρυσή Αυγή αυτό δεν είναι παρά πυροτέχνημα και αφορά μόνο τις τράπεζες που έλαβαν κεφαλαιακή στήριξη. Αύριο μπορούν να μας πουν ότι οι περισσότερες δεν έλαβαν ή απλά να το ξεχάσουν. Αλλά για τους επαναστάτες μαρξιστές αυτό είναι ένα κεντρικό μεταβατικό αίτημα από το οποίο δεν μπορεί να γίνει η παραμικρή υποχώρηση. Αν και φυσικά δεν είναι επικίνδυνη διολίσθηση στις θέσεις της Χρυσής Αυγής, ωστόσο αποτελεί πιθανό σημείο παρανόησης από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στα λαϊκά στρώματα. Τι κάνουμε τότε; Οδηγούμαστε σε ακόμα υψηλότερες αφαιρέσεις:

 

«Πρόγραμμα δράσης γύρω από μεταβατικές διεκδικήσεις για την συστηματική κινητοποίηση των μαζών μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη

 

Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι μεταβατικές διεκδικήσεις έχουν πλήρως εξειδικευθεί στην Ανακοίνωση της ΚΕ του ΕΕΚ (24/3/2012). Το βασικό αίτημα είναι βέβαια η διαγραφή του χρέους, οι εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση κάτω από εργατικό έλεγχο

 

«κι αναδιοργάνωση της οικονομίας σχεδιασμένη σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες κι όχι το καπιταλιστικό κέρδος. Τα κρίσιμα ερωτήματα μπαίνουν αμέσως: Ποιος θα το κάνει; Ποια κοινωνική δύναμη; Ποια κυβέρνηση; Ποια εξουσία; Σίγουρα όχι η κεφαλαιοκρατία κι οι αστοί πολιτικάντηδες ούτε μια αστική κυβέρνηση μέσα στα πλαίσια του συστήματος, έστω κι αν βαφτιστεί «αριστερή» ή «λαϊκή». Μόνον η εργατική τάξη με την στήριξη όλων των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου μπορεί να βγάλει την κοινωνία από το αδιέξοδο, κόβοντας με το σπαθί της το γόρδιο δεσμό της αξεπέραστης κρίσης του καπιταλισμού, παίρνοντας στα χέρια της τις τύχες της ζωής της και τον πλούτο που παράγει, συντρίβοντας την εξουσία των από πάνω με την εξουσία των από κάτω, την εργατική εξουσία.»[5]

 

Φυσικά, αυτές οι αφηρημένες γενικότητες είναι σωστές, έχουν τη θέση τους καταληκτικά σε μια ανακοίνωση για τις εκλογές –που αποσκοπεί στην εκπαίδευση και οργάνωση των μαζών και όχι την απλή καταμέτρηση– αλλά δεν είναι μεταβατικά αιτήματα. Ο πραγματικός σκοπός μιας ανακοίνωσης της ΚΕ είναι να θέσει τα πραγματικά αιτήματα και όχι να μείνει στη φιλολογία της αφηρημένης γενικότητας.  Ο πραγματικός σκοπός είναι να συνθέσει το αφηρημένο και το συγκεκριμένο συνοψίζοντας την μέχρι τώρα εμπειρία ώστε να καταστήσει συγκεκριμένη τη θεωρία κι’ από κει να ξαναπάει στην πραγματικότητα των αγώνων έχοντας εμπλουτίσει τη θεωρία, δηλαδή το μεταβατικό πρόγραμμα. Όταν όμως μια ανακοίνωση της ΚΕ καταλήγει ότι χρειάζεται «[π]ρόγραμμα δράσης γύρω από μεταβατικές διεκδικήσεις για την συστηματική κινητοποίηση των μαζών μέχρι την κατάληψη της εξουσίας» αυτό σημαίνει ότι οι μεταβατικές διεκδικήσεις στο συγκεκριμένο, παραμένουν ακόμα ζητούμενο.

 

Η γραμμή της ΟΚΔΕ

 

Η γραμμή της ΟΚΔΕ είναι γεμάτη από συγχύσεις τόσο για τη σημερινή κατάσταση όσο και για τα μεταβατικά αιτήματα. Αναφέρεται σε δοσίλογους και νέα χούντα παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι πάνω απ’ όλα η κρίση του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, μια κλασσική κρίση υπερ-συσσώρευσης, έχει δημιουργήσει μια σειρά ενδο – ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην ΕΕ. Στην επιφάνεια των πραγμάτων έχουμε «δοσίλογους», «χούντα», «αποικία» κ.λπ. Στην πραγματικότητα είναι η ανισόμετρη και συνδυασμένη ανάπτυξη σε συνάρτηση με τη νομισματική ολοκλήρωση οι παράγοντες που βρίσκονται πίσω από την κρίση του Ελληνικού καπιταλισμού.

 

Ο λόγος που οι επαναστάτες μαρξιστές δεν υιοθετούν τα δημοφιλή συνθήματα για δοσίλογους και νέα χούντα είναι γιατί δεν θέλουν να εγκλωβιστούν σε λαϊκομετωπικά ή αντι-ιμπεριαλιστικά σχήματα που δεν έχουν καμιά προοπτική για τον αγώνα της εργατικής τάξης. Αυτά τα συνθήματα δεν είναι συμβατά με τα αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος, τα οποία η ΟΚΔΕ υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό μαζί με το σημαντικό αίτημα της Συντακτικής Συνέλευσης. «Να μην γίνουμε δουλοπάροικοι» είναι ένα από τα κεντρικά συνθήματα της ΟΚΔΕ.[6] Το ότι το σχέδιο της ΕΕ είναι να «κινεζοποιήσει» τη  χώρα είναι ένα άλλο πολιτικό συμπέρασμα της ΟΚΔΕ.

 

Πρέπει να είναι κανείς πολύ κακός αστός οικονομολόγος για να μην καταλαβαίνει ότι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας αλλά και της ζώνης του ευρώ δεν είναι ζήτημα μείωσης των μισθών αλλά ζήτημα της ίδιας της υπάρχουσας καπιταλιστικής διάρθρωσης στην ΕΕ. Η ΕΕ δεν είναι ανταγωνιστική απέναντι στις ΕΠΑ. Πως σκοπεύει να γίνει πιο ανταγωνιστική; Μειώνοντας τους μισθούς και εξαθλιώνοντας τις μάζες του Ευρωπαϊκού νότου; Αγνοεί η ΕΕ ότι αυτό θα προκαλέσει αλυσιδωτές κοινωνικές εκρήξεις και πιθανή κατάρρευσή της; Πέρα απ’ αυτά η επιστροφή στη «δουλοπαροικία» δεν είναι δυνατή στη φάση του ιμπεριαλισμού όπως δεν είναι και οι διάφορες μορφές αποικιοκρατίας νέου τύπου.

 

«Χρειαζόμαστε πρόγραμμα, οργάνωση, ένα σχέδιο αγώνων. Κάθε μέρα που χάνουμε, μεγαλώνει και η δική μας ευθύνη για όσα δεν κάνουμε για να σταματήσουμε αυτούς που μας καταστρέφουν. Πρέπει να παλέψουμε παντού, ενισχύοντας τη δική μας οργάνωση και αλληλεγγύη. […]  Μπορούμε, όπως ανατρέψαμε τον Τσολάκογλου–Παπανδρέου και οι ρουμάνοι εργαζόμενοι τον δικό τους κουίσλινγκ, να τσακίσουμε τα αστικά κόμματα, των τραπεζών, της Τρόικας, της Ε.Ε., να επιβάλλουμε τις δικές μας λύσεις, ν’ ανοίξουμε τον δρόμο για τον Σοσιαλισμό

 

 Τι σημαίνει όμως «χρειαζόμαστε πρόγραμμα» ή «μεταβατικά αιτήματα» όπως λέει το ΕΕΚ; Δεν έχει η ΟΚΔΕ αυτό το πρόγραμμα; Δεν έχει το ΕΕΚ αυτά τα μεταβατικά αιτήματα; Αυτά μένουν να προσδιορισθούν και παρόλα αυτά οι δυο οργανώσεις κατεβαίνουν στις εκλογές; Η ΟΚΔΕ δεν προσφέρει υπηρεσίες στην εργατική τάξη όταν μιλά για «Τσολάκογλου – Παπανδρέου» αλλά κάνει μια σημαντική παρατήρηση όταν λέει ότι τον ανατρέψαμε. Οι κοινωνικές αντιστάσεις εν μέρει δημιούργησαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο καμιά μονοκομματική κυβέρνηση δεν μπορούσε πλέον να διαχειρισθεί τα προβλήματα κι’ έγινε απαραίτητη η προσφυγή στην κυβέρνηση «εθνικής συνεννόησης». Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της στα φτωχά λαϊκά στρώματα έχουν αποτινάξει από πάνω τους όλες τις αυταπάτες σχετικά με τις «αντιμνημονιακές δυνάμεις», τα «εθνικά μέτωπα» κ.λπ. Αυτή είναι η πραγματική ταξική κατάσταση και πρέπει να την κατανοήσουμε, να την αναλύσουμε παραπέρα, αν πρόκειται να έχουμε στ’ αλήθεια ένα Μεταβατικό Πρόγραμμα εξειδικευμένο στις σημερινές συνθήκες.

 

Φυσικά, το Μ-Λ ΚΚΕ και το ΚΚΕ (μ-λ) τραβάνε αυτή τη διαπίστωση στο άλλο άκρο και φαντάζονται ότι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν είναι ικανά να κατανοήσουν παρά μόνο ένα χονδρικό «αντι – ιμπεριαλιστικό» πρόγραμμα στο οποίο χωράνε κάθε λογής «αντιμνημονιακοί», «αντι-χουντικοί» κι’ όσοι είναι ενάντια στους «δοσίλογους» σ’ αναλογία με την παλιά Λαϊκοδημοκρατική Ενότητα (ΛΔΕ) πριν 35 χρόνια! Οι επαναστάτες μαρξιστές κατανοούν ότι η συνειδητότητα της εργατικής τάξης είναι σήμερα σε ψηλότερο επίπεδο απ’ εκείνο της «αντι – ιμπεριαλιστικής» πάλης που υποβιβάζει τους αγώνες στο αστικοδημοκρατικό επίπεδο όταν το κυρίαρχο ζήτημα είναι η κρίση του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και η αναγκαιότητα για μια κυβέρνηση των εργαζομένων. Πιστεύουμε ότι η ΟΚΔΕ κλείνει με σωστό τρόπο την Απόφασή της:

 

«[…] πρέπει να χτίσουμε μια νέα επαναστατική δύναμη, τη μόνη εγγύηση για να συγκρουστούμε αποτελεσματικά μ’ αυτό το σύστημα, τους υπηρέτες και το κράτος του».

 

Με παρόμοιο τρόπο κλείνει την Ανακοίνωση της ΚΕ του και το ΕΕΚ:

 «Πρόγραμμα δράσης γύρω από μεταβατικές διεκδικήσεις για την συστηματική κινητοποίηση των μαζών μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Οργάνωση της μαχόμενης εμπροσθοφυλακής του εργατικού –λαϊκού κινήματος σε εργατικό επαναστατικό Κόμμα. Διεθνιστική πάλη με τους εργάτες κι όλους τους καταπιεσμένους στην Ευρώπη, στην περιοχή μας και σε όλο τον Κόσμο για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση - Εμπρός για μια εργατική επαναστατική Διεθνή, την Τέταρτη Διεθνή

 

Η αναγκαιότητα για ένα νέο επαναστατικό κόμμα που να οργανώσει την πρωτοπορεία της εργατικής τάξης είναι, φυσικά, το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Την αναγκαιότητα αυτή τη συμμερίζονται όλοι οι αγωνιστές της επαναστατικής αριστεράς όπως και πολλοί άλλοι αγωνιστές που είναι εγκλωβισμένοι στα ρεφορμιστικά κόμματα. Για την αριστερά πέραν του ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, η ΟΚΔΕ δεν αναφέρει τίποτε. Το ΕΕΚ είναι πιο συγκεκριμένο:

 

«Πολλές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς συγκροτήσανε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το πρόγραμμα της, όμως, αποτέλεσμα συμβιβασμών που θυμίζουν έναν ΣΥΡΙΖΑ σε μικρογραφία, θεωρεί πρόωρο να θέσει ζήτημα πάλης για εργατική εξουσία. Θέτει μόνο ζήτημα «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης ΕΕ, ΔΝΤ, κυβέρνησης, κεφαλαίου» σαν απαραίτητη «προϋπόθεση» (αποφεύγεται η κακιά λέξη «στάδιο») για να «ωριμάσει η συνείδηση των μαζών» και «να ανοίξει ο δρόμος προς την επανάσταση, την εργατική εξουσία-δημοκρατία κλπ.». Μιλάει για «ανατροπή της κυβέρνησης του μαύρου μετώπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ» αλλά κουβέντα για το ποια κυβέρνηση και ποια εξουσία θα την διαδεχτούν –πράγμα ιδιαίτερα σοβαρό, καθώς, μάλιστα, κάποιες συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ φλερτάρουν ανοιχτά με την ιδέα της «αριστερής κυβέρνησης». Ζητάει «έξοδο από το ευρώ, ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ» αλλά κουβέντα για ποια εναλλακτική διεθνιστική προοπτική υπάρχει μετά από μια τέτοια ρήξη, αφήνοντας έτσι στην πλήρη ασάφεια το τι διαχωρίζει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τους διάφορους δεξιούς ή «δημοκράτες» εθνικιστές τύπου Καζάκη που λένε τα παρόμοια. Οι ουσιαστικές αυτές διαφορές στρατηγικού-προγραμματικού χαρακτήρα δεν επιτρέπουν ένα εκλογικό μπλοκ του ΕΕΚ με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κάτι τέτοιο θα ήταν καιροσκοπικό. Δεν θα ήταν συμβολή στην ενότητα δράσης πάνω σε αρχές αλλά συμβολή στην σύγχυση που θα χειροτέρευε την  γενικότερη σύγχυση

 

Φυσικά το ΕΕΚ δεν αρνείται την ιδέα του Ενιαίου Μετώπου στη βάση της ιδέας ότι χτυπάμε μαζί αλλά βαδίζουμε χώρια.

 

«Ποτέ το ΕΕΚ δεν αρνήθηκε ούτε αρνείται την ενότητα στην δράση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς σε κάθε καυτό ζήτημα που αφορά τα θύματα του κεφαλαίου ούτε την ανάγκη ενός Ενιαίου Μετώπου της εργατικής τάξης, όλων των οργανώσεών της με διατήρηση του ανεξάρτητου χαρακτήρα και προγράμματός της καθεμιάς οργάνωσης και συλλογικότητας,  ενάντια στον κοινό ταξικό εχθρό. Στην συγκεκριμένη, όμως, εκλογική μάχη άλλο είναι το ζητούμενο: ο προδομένος κι οργισμένος λαός θέλει να τιμωρήσει τους υπαίτιους της κοινωνικής συμφοράς του αλλά δεν βλέπει ακόμα μια εναλλακτική διέξοδο και προπαντός μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας.»

 

Όπως λέει και το ΚΚΕ ποτέ η ανεξαρτησία των οργανώσεων δεν εμπόδισε να γίνουν μαζικές διαδηλώσεις κ.λπ. «Στην συγκεκριμένη, όμως, εκλογική μάχη άλλο είναι το ζητούμενο». Το ζητούμενο είναι πραγματικά μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας αλλά είναι αμφίβολο αν το ζήτημα της εργατικής εξουσίας είναι στην ημερήσια διάταξη. Στην ημερήσια διάταξη είναι εκείνα τα μεταβατικά αιτήματα που οδηγούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στον στόχο της εργατικής εξουσίας. Οι επαναστάτες μαρξιστές τονίζουν ότι ο στόχος αυτός είναι η μοναδική αξιόπιστη απάντηση στη σημερινή κρίση του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Τονίζουν ότι για να γίνει αυτό χρειάζεται μια σειρά από μεταβατικά αιτήματα που να απαρτίζουν ένα ολοκληρωμένο Πρόγραμμα προς τον συγκεκριμένο στόχο. Τονίζουν επίσης ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο στην οποία η εργατική τάξη με τους συμμάχους της δεν είναι ακόμα έτοιμη να κυβερνήσει αλλά ούτε και η αστική τάξη μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά με τον παλιό τρόπο. Αυτός είναι ο κλασσικός ορισμός της προεπαναστατικής κατάστασης που έχει δώσει ο Τρότσκυ. Από τη φύση της μια προεπαναστατική κατάσταση είναι ρευστή, έχει τη διαλεκτική της όπως όλα τα προτσές και δεν επιτρέπονται «αριστερά» ή «δεξιά» σφάλματα.

 

Πολλά εξαρτώνται πραγματικά από α) τη συγκρότηση ενός επαναστατικού φορέα μετά τις εκλογές και β) το σωστό εναλλακτικό πρόγραμμα εξουσίας που θ’ αναζητήσουν οι εργαζόμενοι μετά τις εκλογές.

 

Η στάση του κεντρισμού

 

Υπάρχουν ορισμένες απόψεις που τείνουν να θεωρητικοποιήσουν την έννοια της Αριστεράς γενικά, τους λόγους για τους οποίους εμφανίζει «αθροιστικά» δημοσκοπικά ποσοστά κ.λπ.

 

«Έτσι, ο δεύτερος λόγος για την αντοχή της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι ότι είχε επιβιώσει μέσα στις δεκαετίες του '80 και του '90 η Αριστερά της Αριστεράς, είτε με ανένταχτους αγωνιστές στα Πανεπιστήμια και στους χώρους δουλειάς, αλλά και με τη μορφή των οργανωμένων δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς. Το γεγονός ότι είχαμε διαρκώς τρεις πόλους της Αριστεράς – το ΚΚΕ, το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και την επαναστατική Αριστερά – δημιουργούσε διαρκώς έναν ανταγωνισμό προς τα Αριστερά, που δεν επέτρεπε να γίνουν ανέξοδα δεξιές προδοσίες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος που ο ΣΥΝ δεν έγινε αριστερό αξεσουάρ του ΠΑΣΟΚ, έχει να κάνει με το ότι έβλεπε πάντα δυνάμεις στα Αριστερά του που δεν μπορούσε να τους αφήσει ελεύθερο το πεδίο. Αντίστοιχα, το ΚΚΕ αναγκάστηκε να μπει μέσα σε κύματα καταλήψεων στα Πανεπιστήμια, επειδή υπήρχε η αντικαπιταλιστική Αριστερά που έπαιρνε πρωτοβουλίες και το έσερνε προς τα Αριστερά. Αντίθετα λοιπόν με τις εύκολες εκκλήσεις για “ενότητα της Αριστεράς”, σε μεγάλο βαθμό η “διάσπαση” της Αριστεράς ήταν αυτή που την κράτησε όρθια μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η ενότητα στη δράση επιβλήθηκε επειδή η αντικαπιταλιστική Αριστερά είχε την οργανωτική ανεξαρτησία της[7]

 

Η άποψη ότι ο χώρος της «αντικαπιταλιστικής» αριστεράς κράτησε όρθια την Αριστερά είναι ομολογουμένως μια πρωτότυπη αντίληψη! Ξεχνά ωστόσο τη μεγάλη δύναμη του ρεφορμισμού, τη στρατηγική του να δίνει τους εύκολους κι’ ανέξοδους αγώνες, τη σχεδόν ολοκληρωτική κι’ απόλυτη ηγεμονική του παρουσία στο εργατικό κίνημα που είναι κι’ αυτή που μετρά σε τελική ανάλυση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωμάτωσε διάφορες δυνάμεις της «αντικαπιταλιστικής» αριστεράς και χάνει αρκετές απ’ αυτές σήμερα επειδή έχει γίνει φανερό ότι δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί σοβαρή επαναστατική πάλη μέσα στην ΕΕ και το ευρώ χωρίς πλήρη διαγραφή του χρέους κι’ όχι «αναστολή πληρωμών» , διαγραφή του «επαχθούς χρέους» και τα διάφορα πυροτεχνήματα κι’ ημίμετρα των λεγόμενων «επιτροπών λογιστικού ελέγχου». Το ΚΚΕ γίνεται αντιμνημονιακό και είναι υπέρ της διαγραφής του χρέους (όταν γίνει η «λαϊκή εξουσία και οικονομία») όχι γιατί πιέζεται απ’ τα αριστερά αλλά γιατί πιέζεται από τα δεξιά. Γιατί έχει κατανοήσει τη μικροαστική φύση του πρώην «κινήματος των αγανακτισμένων» και γιατί βλέπει τη μετατόπιση της αντιμνημονιακής διάθεσης προς τα δεξιά και όχι προς τα αριστερά. Ας δούμε μια άλλη διαπίστωση:

 

«Η Δημοκρατική Αριστερά του Κουβέλη ιδρύθηκε τον Ιούνη του 2010 ακριβώς με βάση αυτές τις εκκλήσεις του Τσίμα και του Κύρκου. Το γεγονός ότι ακόμα και αυτό το κόμμα έχει επιλέξει να ψηφίσει ενάντια στα Μνημόνια και ενάντια στην συγκυβέρνηση, είναι απόδειξη της ισχυρής έλξης προς τα Αριστερά που επιβάλλει το κίνημα, και όχι ότι τα στελέχη του Κουβέλη δεν είναι πρόθυμα. […] Σε κάθε περίπτωση, η άρχουσα τάξη επιλέγει να πιέσει ένα κομμάτι της Αριστεράς, κάποιες φορές πριμοδοτώντας ένα άλλο, επειδή γνωρίζει πως αριστερά του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό δυναμικό και αν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πειθαρχήσουν, είναι σίγουρο ότι οι αντικαπιταλιστές δεν θα πειθαρχήσουν δύο φορές. Κάθε φορά που η Αριστερά άντεχε, το αποτέλεσμα γύρναγε σε βάρος των από πάνω. Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να είναι αυτός που μπλοκάρισε την κατάργηση του άρθρου 16 για τα δημόσια Πανεπιστήμια, ως αποτέλεσμα του κινήματος των καταλήψεων. Η προεκλογική εκστρατεία του ΓΑΠ με το περίφημο “λεφτά υπάρχουν” δεν ήταν απλά πολιτικαντισμός. Ήταν αποτέλεσμα της πίεσης από τα Αριστερά και μοναδικός τρόπος με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να ξαναπάρει τον πολιτικό έλεγχο, ένας τρόπος όμως που κόστισε πάρα πολύ στη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού τους επόμενους μήνες[8]

 

Εδώ ίσα – ίσα είναι που το ΣΕΚ δεν κατανοεί ούτε τη φύση της ΔΗΜΑΡ ούτε βέβαια το γεγονός ότι η ρεφορμιστική αριστερά πάντα θα είναι διαθέσιμη να συμπράξει με τις επιλογές της αστικής τάξης: Όχι ασφαλώς στα πλαίσια μιας συγκυβέρνησης με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αλλά στον ρόλο της σαν «ισχυρής αντιπολίτευσης» που είναι ο μοναδικός κι’ αποκλειστικός ρόλος που διεκδικεί το ΚΚΕ για τον εαυτό του. Η Παπαρήγα το έχει πει εξάλλου ξεκάθαρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΣΥΝ δεν έχει διαφορετικό ρόλο ή διαφορετικές επιδιώξεις. Και δεν είναι βέβαια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτή που φοβάται η αστική τάξη αλλά κυρίως μια μαζική διάλυση της ρεφορμιστικής αριστεράς που μεγάλα κομμάτια της θα μπορούσαν ν’ αδρανοποιηθούν πολιτικά (κοινώς να πάνε σπίτι τους) ή να κατευθυνθούν σε κάθε λογής νέα κόμματα της αριστεράς όπως έγινε π.χ. με το ΝΑΡ. Η ισχυρή ρεφορμιστική αριστερά είναι η καλύτερη εγγύηση για την αστική τάξη που θα εφαρμόζει την πολιτική της έχοντας απέναντί της μια «ισχυρή αντιπολίτευση» που θα ρίχνει πυροτεχνήματα, θα βγάζει δεκάρικους λόγους, θα κάνει 24ωρες απεργίες μια στο τόσο κ.λπ.

 

Το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν ασφαλώς τις αυταπάτες τους:

 

«Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να δώσει τις δυνάμεις της ώστε η σημερινή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας να φτάσει μέχρι το λογικό της αποτέλεσμα. Το ιδεολογικό και πολιτικό άλμα που έχει κάνει ήδη η εργατική τάξη να γίνει και οργανωτικό πέρασμα στη πλευρά της αντικαπιταλιστικής πάλης.»

 

Αυτό το ερμηνεύει κανείς όπως θέλει. Από τον εισοδισμό στη σοσιαλδημοκρατία (με τη στενή έννοια που δίνει ο αρθρογράφος, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ κ.λπ.) μέχρι την ένταξη των έντιμων αγωνιστών της στο ενιαίο μέτωπο κι’ από εκεί σε μια επαναστατική οργάνωση της πρωτοπορείας. Αν και υπάρχουν έντιμοι αγωνιστές σε όλους τους χώρους η δική μας εκτίμηση είναι ότι το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ (μαζί φυσικά με τη ΔΗΜΑΡ και τα ΠΑΣΟΚογενή μορφώματα Κατσέλη, Δημαρά κ.λπ.) έχουν χαθεί για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Η πρόσκληση των επαναστατών μαρξιστών σε Ενιαίο Μέτωπο έχει πια την αναγκαστική συνθήκη για την αποκάλυψη του ρεφορμιστικού και προδοτικού ρόλου αυτών των κομμάτων κι’ οργανώσεων και το κάλεσμα για ένα ανεξάρτητο κόμμα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στα φτωχά λαϊκά στρώματα.

 

Τι λέει από τη μεριά της η ΑΝTΑΡΣΥΑ;

 

«Χρειάζεται να δώσουμε τη μάχη για νικήσει η ελπίδα, να ανοίξει ένας άλλος δρόμος, για την ανατροπή κάθε επίδοξου διαχειριστή της πολιτικής κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ, την αποδέσμευση από ευρώ-ΕΕ, το πέρασμα των τραπεζών στο δημόσιο με κοινωνικό έλεγχο και την αναδιανομή του πλούτου. Να μην επιτρέψουμε λοιπόν να έρθουν ξανά ενισχυμένα τα κόμματα του κεφαλαίου για να συγκυβερνήσουν προχωρώντας στις επιθέσεις. Ούτε να επικρατήσουν οι αυταπάτες ότι μπορεί η αριστερά να διαχειριστεί με δικιά της κυβέρνηση αυτό το άθλιο σύστημα[9]

 

Επομένως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αναφέρεται σε μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που θα διαχειρισθεί το καπιταλιστικό σύστημα (όπως λέει η ανακοίνωση της ΚΕ του ΕΕΚ) αλλά από την άλλη μιλά μόνο για «πέρασμα των τραπεζών στο δημόσιο με κοινωνικό έλεγχο και την αναδιανομή του πλούτου», που συνιστά στην ουσία μια κεϋνσιανή πολιτική που δεν είναι βέβαια καθόλου αντικαπιταλιστική. Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» είναι ωστόσο ένα πολύπλοκο ζήτημα. Σε άλλη ευκαιρία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γράφει:

 

« Οι «πολιτικοί άξονες» που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι εκείνο το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πλαίσιο διεκδικήσεων που πιστεύουμε ότι πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων. Είναι «πολιτικοί στόχοι» που  συγκρούονται με το κεφάλαιο, τη στρατηγική και την ιδιοκτησία του και δεν είναι «πολιτικοί στόχοι εντός του συστήματος», όπως υποστηρίζει το άρθρο[του Ριζοσπάστη, 21/3/2012, σελ. 12, ΣτΣ]. Την ίδια στιγμή, μπορούν να ενώσουν ταξικά και αγωνιστικά τους εργαζόμενους. Υποστηρίζουμε ότι στο σύνολό τους και σταθερά μπορούν να εφαρμοστούν μόνο από μια επαναστατική εξουσία και κυβέρνηση των εργαζομένων. Ωστόσο, ριζοσπαστικές κατακτήσεις μπορεί να επιβληθούν εν μέρει και σχετικά σε αστικές ή μικροαστικές κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, κάτω από το μαζικό εκβιασμό ενός ενωτικού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, με καρδιά ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα -όπως επιβλήθηκε για παράδειγμα το 8ωρο και μάλιστα σε συνθήκες μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων του παρελθόντος. […] Πουθενά δεν «βγαίνει από τα συμφραζόμενα», ούτε από την επιστολή, ούτε από τις προγραμματικές θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι απαιτείται «προφανώς μια κυβέρνηση διαχείρισης», όπως σκόπιμα διαστρεβλώνει το άρθρο του Ριζοσπάστη, επιχειρώντας να χρεώσει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά διαχειριστικές ή φιλο-ΕΕ θέσεις άλλων δυνάμεων, ευχής έργο θα ήταν η συμβολή και του ΚΚΕ στην ηγεμονία των αντικαπιταλιστικών αντιιμπεριαλιστικών και διεθνιστικών θέσεων μέσα στην Αριστερά και στο μαζικό κίνημα.»[10]

 

Θα πρέπει να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις σ’ αυτές τις διαπιστώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δόθηκαν σαν ανταπάντηση στο άρθρο του «Ριζοσπάστη» (21/3/2012). Ας ξεκινήσουμε με τη φύση των μεταβατικών αιτημάτων: «Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πλαίσιο διεκδικήσεων που πιστεύουμε ότι πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων».

 

Ως ένα βαθμό αυτό είναι σωστό αλλά δεν σημαίνει ότι το μεταβατικό πλαίσιο είναι πλήρως προσαρμοσμένο στα «συμφέροντα» των εργαζομένων και τον «συσχετισμό δύναμης» όπως τον καταλαβαίνει ο καθένας. Ο σκοπός των μεταβατικών διεκδικήσεων είναι να εκπαιδεύσουν και να διαπαιδαγωγήσουν στην κατανόηση των αντικειμενικών τάσεων της εποχής μας είτε αυτές είναι άμεσα και εμπειρικά κατανοητές είτε όχι:

 

«Η 4η Διεθνής δεν παραμερίζει σαν άχρηστο το πρόγραμμα των παλιών “μίνιμουμ” διεκδικήσεων, στο βαθμό που αυτές τουλάχιστον έχουν διατηρήσει ένα μέρος από τη ζωτική τους σημασία. Ακούραστα, υπερασπίζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργατών. Πραγματοποιεί όμως, αυτή την καθημερινή δουλειά μέσα στα πλαίσια μιας ορθής, επίκαιρης, δηλαδή επαναστατικής προοπτικής. Στο μέτρο που οι παλιές μερικές “μίνιμουμ” διεκδικήσεις των μαζών έρχονται σε σύγκρουση με τις καταστροφικές και αποσυνθετικές τάσεις του καταρρέοντος καπιταλισμού -κι αυτό συμβαίνει σε κάθε βήμα- η 4η Διεθνής προβάλλει ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που η ουσία τους βρίσκεται στο γεγονός ότι πάντα ολοένα και πιο ανοιχτά και πιο αποφασιστικά αυτές στρέφονται ενάντια στην ίδια τη βάση του αστικού καθεστώτος. Το παλιό “μίνιμουμ πρόγραμμα” το αντικαθιστά το μεταβατικό πρόγραμμα που έχει για σκοπό του τη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την προλεταριακή επανάσταση[11]

 

Σκοπός των μεταβατικών διεκδικήσεων δεν είναι να θέσουν στην ημερήσια διάταξη ένα πρόγραμμα εξουσίας όπως το αντιλαμβάνονται το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά μια σειρά μεταβατικών διεκδικήσεων που οδηγούν με λογική ακρίβεια σ’ ένα και μόνο στόχο, τη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την επανάσταση. Δεν είναι σκοπός των μεταβατικών διεκδικήσεων, όπως λέει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

 

«[Ε]κτίμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι η πρότασή της για μια κοινή αριστερή δράση στα πλαίσια ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής δεν «ακυρώνει στην πράξη» καμία «στρατηγική για το σοσιαλισμό» και κανενός κόμματος της Αριστεράς. Αντίθετα, δηλώσαμε ότι: «…επιβάλλει την αυτοτέλεια της κάθε ξεχωριστής δύναμης. Το ΚΚΕ μπορεί να προβάλει την προοπτική της "λαϊκής εξουσίας και οικονομίας". Ο ΣΥΡΙΖΑ, την "αριστερή προοδευτική κυβέρνηση". Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα προβάλει τη δική της προοπτική: την κοινωνική επανάσταση και τη νέου τύπου εργατική εξουσία προς το σοσιαλισμό και κομμουνισμό της εποχής μας». Η εργατική τάξη και ο λαός, μέσα από την εμπειρία των αγώνων τους, θα αποφασίσουν ποια προοπτική είναι η πιο σωστή».

 

Αν για μια στιγμή ο λαός παρασυρθεί από τον ρεφορμισμό και θεωρήσει σαν σωστό το πρόγραμμα και τις θέσεις ταχτικής του ΚΚΕ τότε αυτό το «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής» θα στραφεί ενάντια στην εργατική τάξη ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έχει δεχτεί να το ακολουθήσει στα πλαίσια της «ενότητας». Αλλά η  «ενότητα» δεν λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν λειτουργεί με την υποταγή στην  «ενότητα» των ρεφορμιστών και την ενσωμάτωση των δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού σε μια «ισχυρή αντιπολίτευση» -αν και ξεκάθαρα αυτό επιδιώκει ο κεντρισμός. Όσο για τον «σοσιαλισμό και κομμουνισμό της εποχής μας», χωρίς να ξέρουμε ποιος είναι αυτός (προφανώς τα εργατικά συμβούλια και ο καθολικός σχεδιασμός της οικονομίας;) θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια μόνο χώρα, σαν την Ελλάδα αλλά αφορά την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια επανάσταση.

 

Το «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής» που πρότεινε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δηλαδή η ενότητα όλων των ρεφορμιστών και κεντριστών όπου θα καθορίζεται «ελεύθερα» ποια σοσιαλιστική ή κομμουνιστική (!) προοπτική είναι «πιο σωστή» (!) είναι ένα μεγάλο προγραμματικό σφάλμα. Δεν είναι απλά σφάλμα ταχτικής στη συγκρότηση του Ενιαίου Μετώπου, αλλά ένα μεγάλο προγραμματικό σφάλμα. Μπορεί ασφαλώς να το θεωρήσει κανείς εκλογικό κάλεσμα ή εκλογικό πυροτέχνημα ανάλογα με το πόσο φιλύποπτος είναι, αλλά αυτό καθορίζει με τη σειρά του τα ίδια τα μεταβατικά αιτήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που περιορίζονται στα όρια της κεϋνσιανής διαχείρισης όσο κι’ αν διατείνεται το αντίθετο.

 

Περιορίζεται όπως είδαμε στην εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και την «αναδιανομή» του πλούτου. Δεν θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς αστούς οικονομολόγους που συμφωνούν με μια τέτοια οικονομική πολιτική. «Ναι, αλλά αυτό δεν είναι στα όρια του συστήματος και πρέπει να γίνει τόσο με κοινοβουλευτικά όσο και επαναστατικά μέσα» θ’ αντιπροτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μια τέτοια άποψη μπορεί ν’ αλλάξει πολύ γρήγορα στην περίπτωση που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γνωρίσει μια σημαντική εκλογική άνοδο (ας πούμε της τάξης του 3 – 4%) και συνεργασθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ σ’ έναν «νέο σχηματισμό» που θ’ απευθύνει καλέσματα ενότητας στο «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής» που θα είναι, όπως λέει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό. Τι σημαίνει όμως αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό; Δεν είναι ο ιμπεριαλισμός η ανώτατη φάση του καπιταλισμού που ζούμε σήμερα; Μήπως ο «αντιιμπεριαλιστικός» χαρακτήρας του μετώπου είναι μια αναφορά στο παλιότερο ΑΑΔΜ του ΚΚΕ; Μήπως είναι μια αρχική αφετηρία για να μετατοπισθεί τελικά ο κεντρισμός προς τα δεξιά; Αυτή δεν είναι μια νέα τάση του κεντρισμού αλλά κρατάει ήδη από την εποχή του «Σπόρτινγκ».

 

Την τότε στάση του ΕΕΚ να μη συμμετέχει στις παραπέρα διαδικασίες που είχε ξεκινήσει το ΣΕΚ την είχαμε προβλέψει και την είχαμε, σαν συνέπεια, επικροτήσει. Η άποψη των επαναστατών μαρξιστών ήταν τότε ότι οι διεργασίες «ενότητας» πρέπει να είναι πάνω σε μια βάση αρχών όπως εξειδικεύονται από τη συγκεκριμενοποίηση του Μεταβατικού Προγράμματος στις σημερινές συνθήκες. Αυτό έχει μεγάλη απόσταση από το να θεωρήσει κανείς το μεταβατικό πρόγραμμα διεκδικήσεων ότι «πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων». Η ορολογία αυτή σημαίνει ό,τι θέλεις, δεν είναι ξεκάθαρη και μπορεί να προσαρμοσθεί πολύ εύκολα προς το μίνιμουμ πρόγραμμα, το ΑΑΔΜ του ΚΚΕ, το «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» του μ-λ χώρου, κ.λπ. Τα μεταβατικά αιτήματα πρέπει να οδηγούν καθαρά και ξάστερα στον στόχο της επανάστασης. Δεν υπάρχει καμιά άλλη δυνατή επιλογή. Στο ίδιο κείμενο, η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γράφει:

 

«Επίσης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν προτείνει ένα «ενιαίο πολιτικό κέντρο», όπως αναφέρει το άρθρο. Προτείνει ένα «δημοκρατικό, πολυτασικό αλλά πάνω από όλα ενιαίο κέντρο πάλης» του ταξικού μαζικού κινήματος  «για τον πολύμορφο, πολύχρονο και περίπλοκο αγώνα κατά της επίθεσης». Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί «στρατηγική συμφωνία διεξόδου», όπως ισχυρίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ. Προϋποθέτει όμως, σταθερή κοινή δράση των αριστερών και ταξικών δυνάμεων και πράγματι, ένα ορισμένο, κατώτατο επίπεδο «δεσμεύσεων», το οποίο είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε

Τι είναι αυτό το κατώτατο επίπεδο «δεσμεύσεων» που είναι μάλιστα σε εισαγωγικά; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλά για σύγκρουση με την ΕΕ – ευρωζώνη. Το ΚΚΕ παρά τις ταξικές κορώνες και τα πυροτεχνήματα είναι ξεκάθαρο ότι δεν τα βλέπει σαν αιτήματα ή «δεσμεύσεις» (εδώ δικαιολογούνται τα εισαγωγικά!) αλλά σαν μέτρα που θα λάβει η «λαϊκή εξουσία και οικονομία». Μιλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για κινητή κλίμακα ωρών ώστε να δουλεύουν όλοι με τον ίδιο, ανώτερο από τον σημερινό μισθό; Έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή κάποιος άλλος μεταβατικά αιτήματα για την ανεργία, τα φτώχεια, την οργάνωση από κοινού των εργαζόμενων και των ανέργων σε κοινές πολιτικές επιτροπής δράσης με σκοπό τη διεξαγωγή της Γενικής Πολιτικής Απεργίας; Μιλά κάποιος για Συντακτική Συνέλευση; Αναφέρθηκε κάποιος στην επέκταση του αγώνα της Χαλυβουργίας σε άλλα εργοστάσια για την μετατροπή της πάλης σε πολιτική πάλη με άξονα τις εργοστασιακές επιτροπές;

 

«Από τη στιγμή που κάνει την εμφάνισή της η επιτροπή, μια αληθινή δυαδική εξουσία εγκαθιδρύεται μέσα στο εργοστάσιο. Από την ίδια της την ουσία, αντιπροσωπεύει τη μεταβατική κατάσταση, γιατί κλείνει μέσα της δύο ασυμφιλίωτα καθεστώτα: το καπιταλιστικό καθεστώς και το προλεταριακό καθεστώς. Η βασική σημασία των εργοστασιακών επιτροπών βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι ανοίγουν τις πόρτες, αν όχι σε μια άμεσα επαναστατική, τουλάχιστον σε μια προεπαναστατική περίοδο ανάμεσα στο αστικό και στο προλεταριακό καθεστώς. Το ότι η προπαγάνδα του συνθήματος των εργοστασιακών επιτροπών δεν είναι ούτε πρόωρη ούτε τεχνητή, αποδεικνύεται πλέρια από τα κύματα των καταλήψεων των εργοστασίων που απλώνονται στις διάφορες χώρες. Νέα κύματα αυτού του τύπου θα είναι αναπόφευκτα στο άμεσο μέλλον. Χρειάζεται ν’ αρχίσουμε μια καμπάνια για εργοστασιακές επιτροπές έγκαιρα για να μη μας βρει απροετοίμαστους η κατάσταση[12]

 

Η κατάσταση, φυσικά, μας βρήκε απροετοίμαστους. Σε τέτοιο βαθμό που το ΠΑΜΕ δεν είχε τ’ αντανακλαστικά να πετάξει έξω τη Χρυσή Αυγή από τη Χαλυβουργία. Αν η «επαναστατική αριστερά» είχε τα σωστά αντανακλαστικά θα έπρεπε να είχε παρέμβει συντονισμένα, δηλαδή ενιαιομετωπικά αντί ν’ αφήνει το Ενιαίο Μέτωπο στη νεφελώδη σφαίρα των θεωρητικών συζητήσεων.

 

Συμπερασματικά: Γιατί Κριτική στήριξη στο ΚΚΕ;

 

Μπορεί να πει κανείς ότι η στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξακολουθεί στην πράξη να είναι κεντριστική, στους ίδιους βασικούς άξονες που κινήθηκε το ΣΕΚ στο «Σπόρτινγκ». Δεν είναι τυχαίο που σε αφίσα της έχει το σύνθημα «ψωμί – παιδεία – ελευθερία». Η στάση της είναι ξεκάθαρα πολυσυλλεκτική και αποσκοπεί σε μια συμφωνία κορυφών.

 

Ο μ-λ χώρος κινείται προγραμματικά σε επίπεδα πολύ κατώτερα των περιστάσεων στη βάση ενός «αντιιμπεριαλιστικού μετώπου» που βρίσκεται στα δεξιά της παλιότερης στρατηγικής του ΑΑΔΜ του ΚΚΕ. Το ΕΕΚ δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο σε σχέση με τα μεταβατικά αιτήματα της περιόδου και φαίνεται να θεωρεί ότι η σύγκρουση με την ευρωζώνη πρέπει να είναι το αποτέλεσμα του πραγματικά μεταβατικού αιτήματος της διαγραφής του χρέους με άμεσα σοσιαλιστικά μέτρα. Με την έννοια αυτή βάζει το κάρο μπροστά από τ’ άλογο, όταν είναι ξεκάθαρο ότι τα σοσιαλιστικά μέτρα της εργατικής εξουσίας είναι ο στόχος των μεταβατικών αιτημάτων. Σε σχέση μ’ αυτόν τον στόχο ζυγιάζονται τα μεταβατικά αιτήματα και όχι πως φαίνονται με «ανάλογα» (στην πραγματικότητα, εντελώς άσχετα) μέτρα που προτείνει η δεξιά ή η ακροδεξιά (Χρυσή Αυγή, ΕΠΑΜ Καζάκη, Καμμένος κ.λπ.).

 

Η ΟΚΔΕ παρά το γεγονός ότι βάζει τα σωστά μεταβατικά αιτήματα, ανάμεσά τους και τη Συντακτική Συνέλευση, τα εντάσσει ταυτόχρονα στα πλαίσια μιας αντιιμπεριαλιστικής, αντιχουντικής και αντι-δοσιλογικής αντίληψης που δείχνει ότι έχει εντελώς λαθεμένη αντίληψη για τη σημερινή κατάσταση και απλά υιοθετεί τα τυπικά μεταβατικά αιτήματα της 4ης Διεθνούς. Η διατύπωση των μεταβατικών αιτημάτων της ΟΚΔΕ είναι ωστόσο πιο προωθημένη σε σχέση με το ΕΕΚ. Και οι δυο οργανώσεις καταλήγουν ότι το πρόγραμμα είναι ζητούμενο, πράγμα που είναι θεμελιακά εσφαλμένο.

 

Το αίτημα της Συντακτικής Συνέλευσης είναι κεντρικό, θεμελιακό και συνοψίζει όλα τ’ άλλα μεταβατικά μ’ έναν θετικό, συγκεκριμένο και κατανοητό τρόπο. Δεν δίνει μόνο απάντηση στο κοινό αίτημα για κάθαρση της διαφθοράς και ολοκληρωτική συντριβή του αστικού πολιτικού σκηνικού που στήθηκε μετά την μεταπολίτευση κι’ αποτελεί σήμερα παλλαϊκό αίτημα. Παρέχει επίσης τη βάση για να τεθούν όλα τα υπόλοιπα μεταβατικά αιτήματα πάνω σε μια πολιτική βάση, αποκτώντας με τη σειρά τους εξίσου λογικό, καθαρό και ευκολονόητο χαρακτήρα στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Στο ερώτημα ποια νέα πολιτική χρειαζόμαστε η απάντηση είναι πραγματικά  μια Συντακτική Συνέλευση, εκλεγμένη από τους αντιπροσώπους του λαού, άμεσα ανακλητούς και υπόλογους και με αμοιβή ίση με τη μέση αμοιβή του εξειδικευμένου εργάτη. Τα καθήκοντα και το νομοθετικό έργο της Συντακτικής Συνέλευσης θα πρέπει να προπαγανδισθούν από τους επαναστάτες μαρξιστές και δεν μπορεί να είναι άλλα από τα αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος.

 

Το αίτημα της Συντακτικής Συνέλευσης θα έπρεπε να είχε προπαγανδισθεί πολύ νωρίτερα από την επαναστατική αριστερά. Φυσικά σε όσους το «ξέχασαν» θα ήταν σφάλμα να δοθεί ψήφος στις εκλογές της 6ης Μάη. Για να φτάσουμε στο αίτημα αυτό, αντίστροφα αυτή τη φορά, τα υπόλοιπα μεταβατικά αιτήματα θα έπρεπε να είχαν προπαγανδισθεί με τον σωστό τρόπο και με τη σωστή έμφαση. Μετά τις δημοτικές εκλογές αυτό το ξέχασαν όλες οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς αν και αποτελούσε ζήτημα αιχμής, ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Μ’ αυτή την έννοια η αξιόλογη παρουσία της επαναστατικής αριστεράς στις δημοτικές εκλογές παρέμεινε στα επίπεδα της καταγραφής χωρίς ουσιαστική παραπέρα δράση. Τι γίνεται για παράδειγμα σήμερα στην Κερατέα; Στη Χαλυβουργία; Στις απεργίες της ΠΝΟ; Ποιος είναι ο απολογισμός από τη «δράση στις γειτονιές»; Ποιος είναι, επίσης, ο απολογισμός από τον εισοδισμό στον ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ απ’ ορισμένες οργανώσεις με αναφορά στον τροτσκισμό;

 

Η σύμπραξη με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων θ’ αποτελούσε μια πολύ θετική εξέλιξη και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε μια κριτική βάση αλλά αυτό δεν έγινε δυνατόν, εν μέρει γιατί οι εκλογές αυτές προσφέρουν μια ιδανική ευκαιρία για καταγραφή δυνάμεων και εν μέρει λόγω διάφορων πλευρών του «κομματικού πατριωτισμού». Οπωσδήποτε πρέπει ν’ αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία η ταυτόχρονη κάθοδος δυο τροτσκιστικών οργανώσεων (ΕΕΚ και ΟΚΔΕ) στις εκλογές,  χαρακτηριστικό δείγμα όχι μόνο του δυσνόητου και καταστροφικού σεχταρισμού αλλά κυρίως του σεχταρισμού εκείνου που είναι συνέπεια της έλλειψης σύνδεσης ή της ελλιπούς σύνδεσης με μια Ευρωπαϊκή ή παγκόσμια οργάνωση. Η επιλογή ψήφου ανάμεσα στις δυο τεταρτοδιεθνιστικές οργανώσεις δεν έχει κανένα νόημα, εφόσον και οι δυο γνωρίζουν καλά το Μεταβατικό Πρόγραμμα, τουλάχιστον σε τέτοιον βαθμό ώστε να ξέρουν ότι η αυτόνομη κάθοδός τους είναι κωμικοτραγική (αν όχι απλώς κωμική). Η στήριξη, επομένως, ευρύτερων σχηματισμών όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα ήταν προτιμότερη στην κατεύθυνση α) της ενότητας των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς και β) του φρονηματισμού των σεχταριστών που τουλάχιστον θα μπορούσαν να είχαν συμπράξει μεταξύ τους.

 

Ωστόσο η πολιτική συμπεριφορά των επαναστατών μαρξιστών γίνεται με βάση ένα και μόνο κριτήριο: Τι συμφέρει την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή εργατική τάξη στον αγώνα της ενάντια στον καπιταλισμό. Το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΣΕΚ) είναι κεντριστικό κι’ εύκολα θα κατευθυνθεί προς τα δεξιά μετά από μια ενδεχόμενη εκλογική ενίσχυση. Το πρόγραμμα του ΕΕΚ είναι θολό και συγχυσμένο κάτω από την επίδραση ενός λανθασμένα κατανοημένου «διεθνισμού» σχετικά με το νόμισμα και τις αντιφάσεις που προκαλούνται από ορισμένες τοποθετήσεις του ΕΠΑΜ – Καζάκη και άλλων εθνικιστών. Η στάση της ΟΚΔΕ έχει το γενικό περίγραμμα του μ-λ χώρου με ορισμένα σωστά μεταβατικά αιτήματα. Δεν είναι σαφές αν το περίγραμμα ή τα μεταβατικά αιτήματα είναι το κυρίαρχο στο πρόγραμμα της ΟΚΔΕ που –όπως και στην περίπτωση του ΕΕΚ- αποτελούν ζητούμενα για μετά τις εκλογές!

 

Αρκετές δυνάμεις δείχνουν να «ταλαιπωρούνται» ιδεολογικά σχετικά με το ζήτημα της αποχώρησης από την ευρωζώνη. Ορισμένοι σοφιστές[13] μας λένε: Αν η επανάσταση ξεσπάσει και στην υπόλοιπη Ευρώπη το ζήτημα του νομίσματος δεν τίθεται. Αν όχι τότε μια ενδεχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα εκφυλισθεί όπως η Οχτωβριανή επανάσταση! Τέτοιοι σοφιστές άδικα κουράζονται με το ζήτημα του νομίσματος και της αποχώρησης ή μη από την ευρωζώνη. Αν οι εξελίξεις στην Ελλάδα οδηγήσουν σε μια ισχυρή Αριστερά που θα τεθεί τότε μπροστά στις ιστορικές της ευθύνες, οι επαναστάτες μαρξιστές θα οργανώσουν την πάλη τους όπως και πριν γύρω από το Μεταβατικό Πρόγραμμα και την αναγκαιότητα της Συντακτικής. Η παραμικρή διολίσθηση της Ελλάδας προς τ’ αριστερά θα δώσει στην ΕΕ την ευκαιρία να διώξει την Ελλάδα απ’ το ευρώ. Η νίκη ή ενίσχυση της Αριστεράς δεν θα μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο με μια σχεδόν ταυτόχρονη εξέλιξη στον Ευρωπαϊκό νότο, και σε δεύτερη φάση στη Γαλλία και στη Γερμανία μαζί με το βάθεμα της ενίσχυσης της Αριστεράς στην Ελλάδα στο πεδίο των ταξικών αγώνων. Στο βαθμό που θα σπάσει ο αδύναμος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στην Ελλάδα. στον βαθμό  που θα βαθύνουν οι ταξικοί αγώνες και θ’ ανοίξει η προοπτική της εργατικής εξουσίας, η νίκη των αγώνων θα προκαλέσει αλλά ταυτόχρονα θα εξαρτηθεί από την εξέγερση της εργατικής τάξης στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό νότο ώστε να καταρρεύσει το ευρώ σαν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, όχι σαν αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο νομισματικό και τραπεζικό σύστημα (σαν αποτέλεσμα της υπερσυσσώρρευσης του κεφαλαίου) που θ’ αφορά την επόμενη κρίση του καπιταλισμού αν η εργατική τάξη δεν αντιδράσει άμεσα.

 

Είναι σαφές ότι σ’ αυτές τις εκλογές οι επαναστάτες μαρξιστές δεν μπορούν παρά να έχουν μια κριτική στάση στήριξης ορισμένων δυνάμεων. Η δική μας εκτίμηση είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΕΕΚ και η ΟΚΔΕ δεν πληρούν στο ακέραιο τις προϋποθέσεις εκείνες που θα έθετε το Μεταβατικό Πρόγραμμα εξειδικευμένο, όπως αναλύσαμε, στις σημερινές συνθήκες. Η εκλογική ενίσχυση της κεντριστικής ΑΝΤΑΡΣΥΑ / ΣΕΚ θα οδηγήσει, όπως εκτιμούμε, σε μια δεξιόστροφη πορεία προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, σε κεντρικό και οργανωτικό επίπεδο. Ούτε όμως η ενίσχυση των ΕΕΚ και ΟΚΔΕ παρέχει τις προϋποθέσεις εκείνες που είναι απαραίτητες για να βαθύνουν οι ταξικοί αγώνες και ν’ ανοίξει η προοπτική της εργατικής εξουσίας πρώτα στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην Ευρώπη με πρώτη φάση τον Ευρωπαϊκό νότο.

 

Από την άποψη αυτή οι επαναστάτες μαρξιστές δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσφέρουν κριτική στήριξη στους συνδυασμούς του ΚΚΕ, έχοντας πλήρη γνώση του ρεφορμιστικού χαρακτήρα του και των παλινωδιών στις οποίες θα πέσει. Παρόλα αυτά η εκτίμησή μας είναι ότι η ενίσχυση του ΚΚΕ θ’ ανοίξει ως ένα βαθμό και σε τελική ανάλυση τον δρόμο για μια ταξική αντεπίθεση των εργαζομένων μαζί με την ενίσχυση των δυνάμεων της επανάστασης. Επομένως, η στήριξη του ΚΚΕ είναι σήμερα η καλύτερη προϋπόθεση για την ουσιαστική στήριξη των δυνάμεων της «αντικαπιταλιστικής» και «επαναστατικής αριστεράς». Η άμεση εκλογική τους στήριξη θα οδηγήσει στη διαιώνιση του σεχταρισμού χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στους αγώνες της εργατικής τάξης. Από την άλλη μεριά η ενίσχυση του ΚΚΕ μπορεί να οδηγήσει στον αντίποδα του σχεδιασμού του να γίνει «ισχυρή αντιπολίτευση» και να φέρει ολόκληρη την Αριστερά μπροστά στις ευθύνες της ενώ ταυτόχρονα θα στείλει το σωστό μήνυμα του ταξικού αγώνα στην Ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Αν η Ευρωπαϊκή εργατική τάξη σταθεί στο ύψος των περιστάσεων τότε ανοίγει ο δρόμος για μια σοσιαλιστική αλλαγή και στην Ελλάδα κάτω από τις καταιγιστικές εξελίξεις που θ’ ακολουθήσουν. 

 

Για τους επαναστάτες μαρξιστές η έμμεση καταψήφιση των δυο τροτσκιστικών οργανώσεων που κατέρχονται στις εκλογές, το ΕΕΚ και την ΟΚΔΕ, δεν γίνεται με ελαφριά καρδιά. Η κοινή τους κάθοδος, μαζί με άλλους αγωνιστές του χώρου θ’ αποτελούσε μια μεγάλη ευκαιρία για την επανασύσταση της 4ης Διεθνούς στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η επανασύσταση της 4ης Διεθνούς αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την οικοδόμηση του κόμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο σεχταρισμός των επιμέρους οργανώσεων, που πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη σύνδεσης ή την ανεπάρκεια σύνδεσής του με μια ισχυρή 4η Διεθνή[14] και η ανεπάρκεια των δυνάμεων της 4ης Διεθνούς σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που ευθύνεται για την προγραμματική και ταχτική αδυναμία των εθνικών οργανώσεων.

 

Μπροστά στους μεγάλους ταξικούς αγώνες που προοιωνίζονται η επανασύσταση της 4ης Διεθνούς στη βάση της ενοποίησης των περισσότερων οργανώσεων με αναφορά στον τροτσκισμό και τον επαναστατικό μαρξισμό, αποτελεί μια τεράστια αναγκαιότητα. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς του 1938 παραμένει και σήμερα το θεμελιακό εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους οι επαναστάτες μαρξιστές για να αναλύσουν, να κατανοήσουν και ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Χωρίς τις αναλύσεις και τις τεράστιες συνεισφορές του Τρότσκυ στον μαρξισμό, δεν θα είχαμε σήμερα καμιά δυνατότητα να οργανώσουμε την εργατική πρωτοπορεία και να βασίσουμε ένα νέο παγκόσμιο κόμμα πάνω στις σωστές θεωρητικές βάσεις, τόσο ταχτικά όσο και στρατηγικά. Η επανασύσταση της 4ης Διεθνούς δεν μπορεί παρά να γίνει πάνω στη βάση του Μεταβατικού Προγράμματος της 4ης Διεθνούς του 1938, με τις απαραίτητες εξειδικεύσεις και συγκεκριμενοποιήσεις, π.χ. στους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, των νομισματικών ενώσεων του ιμπεριαλισμού, της αλληλεπίδρασης του χρηματιστικού και παραγωγικού κεφαλαίου κ.λπ. Αυτές οι συγκεκριμενοποιήσεις έχουν ήδη βαθιές ρίζες στην υπάρχουσα λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού και στο ίδιο το Κεφάλαιο. Άλλες εξειδικεύσεις και συγκεκριμενοποιήσεις αφορούν την οικολογία, τον ρόλο του διαδικτύου, τις εθνικές πολιτικές στα συνδικάτα και το Ενιαίο Μέτωπο κ.λπ.

 

Η αδυναμία πολλών εθνικών οργανώσεων της 4ης Διεθνούς τις οδήγησε κατά καιρούς να γίνουν «ουρά» σε διάφορα εθνικιστικά κινήματα που θεωρήθηκαν λανθασμένα σαν μια συγκεκριμένη έκφραση της διαρκούς επανάστασης ή της ανισόμερης και συνδυασμένης ανάπτυξης σε σχέση με την διαρκή επανάσταση. Αυτά τα σφάλματα θα πρέπει ν’ αναλυθούν. Οφείλονται τόσο στην αδυναμία της 4ης Διεθνούς σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στις πολύπλοκες ταξικές σχέσεις στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής ή της Μέσης Ανατολής. Δεν έγινε π.χ. κατανοητό ότι μια μικρομεσαία κατά βάση αστική τάξη καθοδήγησε αυτές τις επαναστάσεις για τους δικούς της αντικειμενικούς σκοπούς και είδε στην εκφυλισμένη ΕΣΣΔ ένα πρότυπο για την επιβολή του ηγεμονικού της ρόλου πάνω στην οικονομία και την κοινωνία. Η συμμετοχή της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων έστρεψε πολλές οργανώσεις της 4ης Διεθνούς σε λάθος κατεύθυνση και δεν είδαν την ορθή εφαρμογή της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης: Χωρίς την οργάνωση της εθνικής εργατικής πρωτοπορείας σ’ ένα παγκόσμιο κόμμα η νίκη της αστικοδημοκρατικής – αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης είναι αδύνατη και θα εκφυλισθεί σε καταπιεστικά ή στρατοκρατικά καθεστώτα με την υποστήριξη της μικρομεσαίας και μεγάλης αστικής τάξης που δεν έχει καμιά πρόθεση να φέρει την αστικοδημοκρατική επανάσταση στο λογικό της όριο, την σοσιαλιστική επανάσταση και τη δικτατορία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

 

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυταπάτες σχετικά με τα καθεστώτα Τσάβεζ στη Βενεζουέλα ή τα καθεστώτα στη Βολιβία και Βραζιλία. Όχι όσο παλιότερα φυσικά κι’ αυτό αποτελεί παρήγορο γεγονός αλλά υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις τροτσκιστών που παρασύρθηκαν κι’ εξακολουθούν να παρασύρονται. Ασφαλώς δεν είναι τροτσκιστές, όπως θα συμφωνούν πολλές δυνάμεις της  4ης Διεθνούς.

 

Όταν είπαμε ότι η Ευρώπη κα  η εργατική της τάξη κοιτάζουν μ’ ενδιαφέρον τι γίνεται στην Ελλάδα αυτό αφορά επίσης και τη συγκρότηση ενός νέου εργατικού κόμματος έξω απ’ τα παραδοσιακά πλαίσια της διαφθοράς, της εκλογικής πελατείας και της υποκρισίας των αστικών κομμάτων. Όταν οι επαναστάτες μαρξιστές θεωρούν σαν κυρίαρχο το μεταβατικό αίτημα της Συντακτικής Συνέλευσης, θα ήταν παράδοξο να μην το εφαρμόσουν πρώτα απ’ όλα στον δικό τους χώρο με μια Ευρεία Συνέλευση των οργανώσεων και αγωνιστών της  4ης Διεθνούς. Αν υπάρξει στην Ελλάδα μια Συντονιστική Επιτροπή  της 4ης Διεθνούς που θα προσπαθήσει να ενοποιήσει τις δυνάμεις της, αυτό θα έχει επίδραση στον Ευρωπαϊκό χώρο και παγκόσμια. Οι επιμέρους εθνικές επιτροπές θα μπορούσαν να συγχωνευθούν σε μια Παγκόσμια Συντονιστική Επιτροπή της 4ης Διεθνούς με σκοπό την ανασυγκρότηση του Παγκόσμιου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Η συνεννόηση έχει φυσικά ν’ αντιμετωπίσει πολλά τεχνητά εμπόδια και αρκετές σεχταριστικές δυσκολίες αλλά οι αγώνες των εθνικών τμημάτων θα είναι σε μεγάλο βαθμό ανώφελοι χωρίς ένα παγκόσμιο συντονιστικό όργανο όπως ήταν στον καιρό της η 3η Διεθνής. Η αναγκαιότητα μιας ανασυγκροτημένης 4ης Διεθνούς είναι σήμερα επιβεβλημένη από τα πράγματα: Χωρίς κεντρικό συντονισμό η πάλη των εθνικών τμημάτων θα γίνεται στα τυφλά, πολλές φορές στη βάση της υποκειμενικά νοούμενης «καθαρότητας των αρχών» χωρίς κανενός είδους συναίσθηση των πραγματικών προτεραιοτήτων της πάλης της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Στην Ευρώπη για παράδειγμα, η ταξική πάλη στην Ελλάδα αποκτά μια τεράστια σημασία. Κάτω από το βάρος των άλυτων αντιφάσεων του καπιταλισμού είναι πολύ πιθανό το ευρώ να καταρρεύσει στο απροσδιόριστο μέλλον. Αλλά αυτό δεν είναι το πραγματικό ζήτημα για την ταχτική και στρατηγική των επαναστατών μαρξιστών. Χωρίς τη συντονισμένη πάλη της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης μια τέτοια προοπτική αναφέρεται μόνο στο απροσδιόριστο μέλλον, δηλαδή ποτέ. Είναι η συντονισμένη δράση των εθνικών τμημάτων της Διεθνούς που θα οργανώσει την Ευρωπαϊκή πρωτοπορεία και θα προσπαθήσει να φέρει με το μέρος της ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης στη βάση των μεταβατικών αιτημάτων και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.

 

Η δική μας εκτίμηση είναι ότι καμιά οργάνωση και πολύ περισσότερο καμιά Διεθνής δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο στη βάση του πλουραλισμού αλλά και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Σε πρώτη φάση, οι διαφορετικές εθνικές συνιστώσες ή τα διαφορετικά εθνικά τμήματα μιας Παγκόσμιας Συντονιστικής Επιτροπής της 4ης Διεθνούς, δεν μπορούν να λειτουργήσουν στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Οι σεχταριστικές αντιλήψεις ή οι αμοιβαίες αντιπάθειες είναι πολύ βαθειές για να ξεπερασθούν στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Εξάλλου μια Συντονιστική Παγκόσμια Επιτροπή είναι μόνο η αρχή. Ο στόχος είναι η ίδια η 4η Διεθνής αλλά μια Συντονιστική Επιτροπή πρέπει να ανέχεται τις διαφορετικές τάσεις και απόψεις.

 

Αλλά οι διαφορετικές τάσεις και απόψεις, οι οποίες συνήθως καταλήγουν σε διαφορετικές ταχτικές, πρέπει κάποτε να κάνουν τον απολογισμό τους, με ειλικρίνεια και θάρρος. Μια διαφορετική ταχτική δεν είναι δυνατόν να χρειάζεται 10 ή 20 χρόνια για να κάνει τον απολογισμό της. Στην πράξη, πολλές φορές δεν υπάρχει σωστή και λαθεμένη ταχτική a priori. Διάφορες ταχτικές πρέπει να δοκιμασθούν αλλά ο απολογισμός της δράσης σε εύλογο χρονικό διάστημα –τέτοιο ώστε να μην ακυρώνει την παρέμβαση της οργάνωσης σαν σύνολο– πρέπει  να πραγματοποιείται. Επομένως μια «πολυτασική» Συντονιστική Επιτροπή φαίνεται αναπόφευκτη σε πρώτη φάση. Το ζήτημα είναι οι ταχτικές να πατάνε γερά στο Μεταβατικό Πρόγραμμα προκειμένου να ξεπερασθούν οι αδυναμίες των εθνικών Επιτροπών και της ίδιας της Παγκόσμιας Συντονιστικής Επιτροπής.

 

Η πολυδιάσπαση στον χώρο της 4ης Διεθνούς δεν μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί με άλλον τρόπο. Υπάρχουν φυσικά απόψεις που δεν μπορούν να συμβιβασθούν με το πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς όπως π.χ. η αυτοδιάλυση στο Γαλλικό NPA, ο «οικοσοσιαλισμός», κ.λπ. Αυτές οι απόψεις προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή απομόνωση μεγάλων τμημάτων της Διεθνούς και την τάση τους να προσαρμοσθούν στα «νέα δεδομένα». Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι σπάνια έχει κανείς ν’ αντιμετωπίσει πραγματικά «νέα δεδομένα» στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ακόμη και η Ελληνική χρεωκοπία και τα καθήκοντα που έθεσε επιτακτικά μπροστά στους επαναστάτες μαρξιστές, δεν αποτελεί καθόλου «νέο δεδομένο». Ασφαλώς, ολόκληρη η αριστερά πιάστηκε απροετοίμαστη. Το ΚΚΕ π.χ. άλλαξε τις θέσεις του περί διαγραφής του χρέους και έξοδο από την ευρωζώνη (έστω με τη «δέσμευση» της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας). Η Δεξιά από «μνημονική» αναγκάστηκε να στραφεί σε «αντιμνημονιακές» θέσεις πρώτα ανοιχτά και μετά συγκαλυμμένα πίσω από το μίγμα μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε σε «αντιμνημονιακές» θέσεις αλλά υπέρ της ευρωζώνης! Οι εθνικιστές και η ακροδεξιά κινούνται θολά στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στο ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, στα λόγια.

 

Το PSI διέσωσε τις ξένες κι’ ελληνικές τράπεζες αλλά όχι τ’ ασφαλιστικά ταμεία: Από καιρό είχαμε προειδοποιήσει πως το δημόσιο χρέος σ’ ένα σημαντικό του ποσοστό είναι εσωτερικό και όχι εξωτερικό. Κατά τα άλλα πολλές δυνάμεις της αριστεράς είδαν την ευκαιρία να πισωγυρίσουν στο ΑΑΔΜ του ΚΚΕ και το «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» δίχως να κατανοούν ότι ο αδύναμος κρίκος μπορεί να σπάσει στην Ελλάδα και να προκαλέσει την ανατροπή του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Αντί γι’ αυτό είδαν μόνο δοσίλογους, χούντα, αποικία και θεώρησαν καλό να συγκινήσουν με το παλιό «ψωμί – παιδεία – ελευθερία» σαν να ήταν αναγκαία όχι μια σοσιαλιστική αλλά αντίθετα μια αστικοδημοκρατική προοπτική, πισωγυρίζοντας στα λαϊκά μέτωπα και τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ που οδήγησαν στο σύμφωνο Σκλάβαινα – Σοφούλη κι’ από εκεί κατευθείαν στον εκφυλισμό του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, τα Δεκεμβριανά του 1944 και την αποτυχία της πάλης του ΔΣΕ (1946 – 1949).

 

Η αστικοδημοκρατική αυταπάτη σήμερα δεν είναι απλά παραπλανητική αλλά επικίνδυνη εφόσον τείνει να φέρει τα λαϊκά στρώματα κοντά στον εθνικισμό τύπου Καζάκη – Καμμένου – ΛΑΟΣ. Σ’ αυτή την αυταπάτη συνεισφέρουν θελητά ή αθέλητα όσοι μιλούν για «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» ξεχνώντας τη «δική μας» ιμπεριαλιστική αστική τάξη που απλά τη θεωρούν δωσίλογη τύπου Τσολάκογλου – Κουίσλινγκ. Με μια τέτοια πολιτική σπρώχνουν πραχτικά τα λαϊκά στρώματα όχι στο δικό τους «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» αλλά στις πιο δυναμικές και καθαρές εκφράσεις του, εκείνες του «εθνικού μετώπου» της ακροδεξιάς και των φασιστών.

 

Από τη μεριά τους οι νεοναζί και φασίστες τύπου Χρυσής Αυγής έχουν προσαρμοσθεί και ξέρουν ν’ αντλούν εκλογικό δυναμικό από το ΛΑΟΣ και τη ΝΔ. Έχουν καταργήσει τον φασιστικό χαιρετισμό σε δημόσιες εκδηλώσεις, κρύβουν τα πρόσωπά τους στις φωτογραφίες που αναρτούν εφόσον δεν είναι παρά μια ασήμαντη ομάδα, έχουν καταργήσει τον αγκυλωτό σταυρό και τα παράγωγά του και δίνουν έμφαση στον «ελληνικό εθνικισμό». Ενισχύονται μόνο γιατί έχουν μια σκληρή γραμμή απέναντι στους μετανάστες και λένε ανοιχτά «να ξεβρωμίσει η Ελλάδα». Απομένει να δούμε την εκλογική τους επιρροή την 6η Μάη αλλά είναι σαφές ότι η αστική τάξη τους αντιμετωπίζει με συμπάθεια και θα κάνει τα πάντα να τους προωθήσει αφού ξέρει καλά ότι κανένα από τα αντιμνημονιακά τους αιτήματα δεν το παίρνουν στα σοβαρά.

 

Παίρνει άραγε στα σοβαρά το ΚΚΕ κανένα από τα αντιμνημονιακά του αιτήματα; Μόνον ενόσω είναι αντιπολίτευση. Δώστε του την κυβέρνηση και θα την εγκαταλείψει τρέχοντας την ίδια ώρα αφού δεν θα θέλει να έχει τίποτε να κάνει με τον καπιταλισμό! Ούτε καν να τον ανατρέψει με ειρηνικά, κοινοβουλευτικά μέσα! Από την εποχή της 6ης Ολομέλειας του 1934 η γραμμή του κόμματος αυτού είναι η ίδια προδοτική πολιτική: Συμπαράταξη και «λαϊκό μέτωπο» με όλες τις αστικές «δημοκρατικές» τότε και «προοδευτικές – αντιμνημονιακές» δυνάμεις σήμερα. Η γραμμή αυτή δεν αλλάζει. Μόνο του το ΚΚΕ δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτα. Μόνο σαν δεκανίκι και σε συμπαράταξη μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις όπως το ΛΑΟΣ, ο Καμμένος και πάει λέγοντας –για τη ΝΔ δε ούτε λόγος!

 

Γιατί λοιπόν έχουμε αυταπάτες στηρίζοντας εκλογικά το ΚΚΕ; Προτείνουμε μια κριτική ψήφο στο ΚΚΕ αλλά αυτό δεν ενέχει καμμιά αυταπάτη. Η αριστερά πέρα απ’ το ΚΚΕ, μαζί και η λεγόμενη αντικαπιταλιστική και επαναστατική ή εξωκοινοβουλευτική αριστερά έχει πολλά προγραμματικά προβλήματα, η δε ενίσχυσή της δεν πρόκειται ν’ αναταράξει το πολιτικό σκηνικό. Τα προγραμματικά προβλήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς εκτείνονται από τα «λαϊκά μέτωπα» του μ-λ χώρου, τον δεξιόστροφο κεντρισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ / ΣΕΚ μέχρι την προγραμματική ασάφεια και σύγχυση των ΟΚΔΕ και ΕΕΚ. Η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ θα μας έδειχνε μια αριστερόστροφη κίνηση των λαϊκών μαζών που αργότερα το ΚΚΕ να μην μπορεί να θέσει κάτω από τον έλεγχό του. Με την έννοια αυτή η καλύτερη υπηρεσία στην «εξωκοινοβουλευτική αριστερά» είναι να συμμετάσχει στην πολιτική ζύμωση μετά απ’ αυτή την αριστερόστροφη κίνηση που θα δημιουργούσε μια αποφασιστική τομή όχι μόνο στο Ελληνικό αλλά και στο Ευρωπαϊκό σκηνικό από την άποψη της εργατικής τάξης.

 

Μπορεί άραγε να υπάρξει μια αριστερόστροφη κίνηση των λαϊκών μαζών που αργότερα το ΚΚΕ να μην μπορεί να θέσει κάτω από τον έλεγχό του; Από ιστορική άποψη αυτό φαίνεται απίθανο αλλά το ΚΚΕ έχει βρεθεί σε αδιέξοδα πολλές φορές κάτω από την κριτική της βάσης του. Αν βγει ενισχυμένο εκλογικά αλλά παρατήσει την εξουσία με συμβιβασμούς όπως στη δεκαετία του ’40 αναπόφευκτα θα βρεθεί μπροστά σε μια μεγάλη κρίση. Αν πάλι δεν βγει ενισχυμένο εκλογικά ή βγει ενισχυμένο μόνο οριακά , μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε αυτό θα σημαίνει ότι η εργατική τάξη δεν έχει ακόμα εγκαταλείψει τις αυταπάτες της σχετικά με το ευρύτερο αστικό πολιτικό σύστημα: Φυσικά η αποδυνάμωση των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι αναμενόμενη, τουλάχιστον στον πρώτο γύρο, αλλά απομένει η καταγραφή του ΛΑΟΣ, Καμμένου, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγων - Πράσινων και των άλλων μικρότερων κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, του εθνικισμού και της άκρας δεξιάς.

 

 

 

 



[1] Απόφαση 5ου Συνεδρίου «Κόκκινο».

[2]  Σ. Μιχαήλ, «Η Ελλάδα και η παρακμή της Ευρώπης», 25/2/2012, εισήγηση στο συνέδριο του περιοδικού Critique, London School of Economics.

[3]  Χρυσή Αυγή, «Οι θέσεις μας».

[4]  Ανεξάρτητοι Έλληνες, «Ιδρυτική Διακήρυξη».

[5]  Ανακοίνωση για τις εκλογές, ΚΕ του ΕΕΚ, 24/3/2012.

[6]  Εκλογική Διακήρυξη της ΟΚΔΕ.

[7]  Ν. Λούντος, «Η Αριστερά στο στόχαστρο», 24/3/2012, Σοσιαλισμός από τα Κάτω.

[8]  Ν. Λούντος, «Η Αριστερά στο στόχαστρο», 24/3/2012, Σοσιαλισμός από τα Κάτω.

[9]  Ανακοίνωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ 11/4/2012, «Και στις 6 Μάη να ακουστεί η φωνή της αντίστασης και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής».

[10]  «Απάντηση της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ΚΚΕ», 1/4/2012.

[11]  Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς.

[12]  Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς.

[13]  Πχ «Ξεκίνημα».

[14]  Πχ CRFI στην περίπτωση του ΕΕΚ.