ΤΑΞΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

2012-05-03 00:44

 

Η Ταξική Ανάλυση της Σημερινής Κατάστασης

 

Ποια είναι η ταξική ανάλυση της σημερινής κατάστασης; Η Ελλάδα βρίσκεται υπερχρεωμένη ακόμη και μετά τη συμφωνία του PSI και το νέο δανεισμό των 130 δις από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έρχονται νέα μέτρα μείωσης των μισθών, κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη «μείωση του κόστους», επίθεσης ενάντια στην εργατική και τη μικρομεσαία τάξη. Η κυβέρνηση βρίσκεται ξεκάθαρα κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των διεθνών πιστωτών και της τρόϊκας Ευρωπαϊκής Ένωσης - Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ΔΝΤ. Η μικρομεσαία τάξη συρρικνώνεται και τείνει να πέφτει στο επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης με γοργούς ρυθμούς. Το ‘κούρεμα’ του χρέους με τον ταυτόχρονο δανεισμό των 130 δις βγάζει τους διεθνείς τραπεζίτες από την κρίση που προκάλεσε η Ελληνική χρεωκοπία αλλά δεν βοηθά καθόλου την οποιαδήποτε Ελληνική κυβέρνηση να στηρίξει τις υποδομές της και με τον τρόπο αυτό να βγει από την κρίση που εκδηλώθηκε μετά την έκρηξη της φούσκας των subprimes του 2008. Η κρίση ήταν μια κλασσική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Στη δεκαετία του 1980, του 1990 και την αρχή της δεκαετίας του 2000, η υπερσυσσώρευση στην Ελλάδα οδήγησε τελικά στην πτώση του ποσοστού του κέρδους και την καταστροφή πολλών παραγωγικών υποδομών και κεφαλαίου με συνέπεια τη μακροχρόνια ανεργία και την ύφεση, που η κρίση του χρέους ήλθε να επιτείνει και να καταστήσει σαφή και ορατή σε όλους.

 

Το κίνημα των πλατειών και των απεργιών ξεφούσκωσε κι’ αυτό μετά το καλοκαίρι του 2011, όπως και το κίνημα της νεολαίας μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβρη του 2008 –όταν ακόμα, κι’ αυτό είναι σημαντικό, δεν είχε ακόμα εκδηλωθεί η κρίση του χρέους. Είχε όμως εκδηλωθεί μετά το 2004 η κρίση του Ελληνικού καπιταλισμού πάνω στα γενικά πρότυπα όλων των κρίσεων στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Στα πλαίσια αυτής της κρίσης πρέπει να κατανοήσουμε τόσο την προσπάθεια εφαρμογής του νόμου Σημίτη – Γιαννίτση για το ασφαλιστικό όσο και το μαζικό κίνημα του Απρίλη του 2001 που τελικά τον ανέτρεψε στα σκαριά. Αλλά μετά το κίνημα των πλατειών δεν είχαμε καμιά μεγάλη παρόμοια λαϊκή αντίδραση στα μέτρα μείωσης των μισθών και των συντάξεων, στις μεγάλες ανατροπές στο ασφαλιστικό, στα μέτρα που επιφέρουν οι πολιτικές των μνημονίων και του λεγόμενου μεσοπρόθεσμου προγράμματος.

 

Το ίδιο το ξεφούσκωμα του «κινήματος των αγανακτισμένων» όπως έμεινε γνωστό, τόσο στην πλατεία Συντάγματος όσο και στις κεντρικές πλατείες άλλων πόλεων, έχει μια ταξική εξήγηση που βρίσκεται στον πολυσυλλεκτικό αλλά κυρίαρχα μικροαστικό ή μεσοαστικό του χαρακτήρα που του δόθηκε από την πλειοψηφία των τάξεων και των ιδεολογικών απόψεων που συμμετείχαν σ’ αυτό. Αποτέλεσε μια μαζική διαμαρτυρία, γενικά απολίτικη, που ωστόσο ριζοσπαστικοποίησε ευρύτερα στρώματα ενάντια σ’ όσες πολιτικές δυνάμεις οδήγησαν τη χώρα στο δρόμο της χρεωκοπίας. Αν το κίνημα αυτό είχε βρει τον τρόπο να συνενωθεί με το κίνημα της εργατικής τάξης και να μετατρέψει την 48ωρη απεργία σε γενική απεργία μέχρι την ανατροπή της κυβέρνησης και τη διαγραφή του χρέους, αυτή η σύνθεση θ’ αποτελούσε ίσως το μεγαλύτερο ξέσπασμα μετά τα Ιουλιανά του 1965. Αλλά όπως τα Ιουλιανά έκρυβαν βαθύτερες ταξικές αντιθέσεις το ίδιο συνέβη και με το κίνημα των αγανακτισμένων. Οι ταξικές αντιθέσεις έγιναν φανερές με την πρόθεση της κυβέρνησης να στηρίξει τις τράπεζες και να ευθυγραμμίσει την Ελλάδα με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό ώστε να μη σπάσει η αλυσίδα στον αδύνατο κρίκο της και καταρρεύσει η ευρωζώνη, όντας σε κρίση σε άλλες χώρες όπως η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Οι ταξικές αντιθέσεις έγιναν φανερές με την πρόθεση της κυβέρνησης να υιοθετήσει μέτρα αποφασιστικής μείωσης του εργατικού κόστους, συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, της δημόσιας υγείας και παιδείας και τον εκσυγχρονισμό του τρόπου λειτουργίας του καπιταλισμού στην Ελλάδα στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, με την Ελλάδα μια χώρα χαμηλού εργατικού κόστους.

 

Όταν στις 15 Ιούνη η συνέλευση της πλατείας Συντάγματος κάλεσε σε κοινή δράση με τα σωματεία και συνεχή αγώνα[1] ήταν πια αργά εφόσον τα ρεφορμιστικά κόμματα (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) δεν είχαν καμιά διάθεση να συγκρουστούν με την εξουσία. Αργότερα το ΠΑΜΕ λειτούργησε σαν ο προστάτης του κοινοβουλίου μαζί με την αστυνομία ενώ το ΚΚΕ δεν είχε καν ακόμη υιοθετήσει τη γραμμή της εξόδου από το ευρώ και της διαγραφής του χρέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε και δεν έχει ακόμη και σήμερα μια τέτοια πολιτική γραμμή, δηλαδή ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα επιτρέψει στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της να βγάλουν τη χώρα από το οικονομικό αδιέξοδο και να προχωρήσουν στη σοσιαλιστική κατεύθυνση. Στη πλατεία Συντάγματος κυριάρχησαν αρκετό καιρό τα δεξιά και «πατριωτικά» στοιχεία, οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι της ΝΔ και δευτερευόντως του ΠΑΣΟΚ, τα διάφορα απολίτικα στοιχεία που έψαχναν να εκφρασθούν μέσα από μια πολιτική γραμμή που δεν υλοποιήθηκε ποτέ και τη μικροαστική τάξη γενικότερα που έβλεπε να καταρρέει οικονομικά.

 

Δεν είναι δυνατόν να κατηγορήσει κανείς ένα κίνημα που εκφράζει σε τελική ανάλυση αυτό που είναι, αυτό δηλαδή που έχει προσδιορισθεί από τις αντικειμενικές, τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής του μέχρι σήμερα. Δεν περιμένει κανείς η μικροαστική αγανάκτηση και η εξίσου μικροαστική απολίτικη «πατριωτική γραμμή» που στρέφει την κριτική της σε κόμματα αλλά όχι στις τάξεις που εκπροσωπούν τα κόμματα, να αποκτήσει ξαφνικά μια επαναστατική έκφραση και να δεχθεί να κατέβει σε κοινό αγώνα με τα συνδικάτα και την εργατική τάξη. Άλλωστε τα συνδικάτα βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ, η εργατική τάξη σε μικρό ποσοστό συμμετέχει στα συνδικάτα αυτά και η ίδια δεν έχει ακόμη ανέβει στο επίπεδο εκείνο που θα της επέτρεπε να έχει την πρωτοπορία των αγώνων. Η αριστερή κριτική προς το ΚΚΕ διεξάγεται από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και ο λόγος της ιστορικά, για διάφορους λόγους δεν έχει πείσει. Έχουν γραφτεί πολλά πάνω στο ζήτημα αυτό αλλά η τελική απάντηση είναι ότι εξωκοινοβουλευτική αριστερά και ο λόγος της ιστορικά δεν έχει πείσει ότι είναι επαρκώς διαφοροποιημένος από το πρόγραμμα του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Είναι γεγονός ότι μπαίνουμε σε μια φάση μεγαλύτερης επίθεσης του κεφαλαίου. Το Ελληνικό κεφάλαιο θα υλοποιήσει το νέο ‘παραγωγικό μοντέλο’ της οικονομίας που θέλει η ΕΕ σε συνεργασία με το τραπεζικό κεφάλαιο. Τα εργατικά εισοδήματα θα συμπιεσθούν, η ανασφάλεια θα μεγαλώσει, η απειλή της ανεργίας και της τρομοκρατίας στους χώρους δουλειάς θα ενταθεί, μαζί με την εκμετάλλευση, τη μερική και ελαστική απασχόληση, την αύξηση της αναλογίας της απόλυτης προς τη σχετική υπεραξία σε όφελος της πρώτης. Δεν αποκλείεται να έχουμε αποφασιστικά μέτρα στο χώρο της δημόσιας υγείας και παιδείας, την παραπέρα υπερχρέωση των νοικοκυριών, τη μεγαλύτερη εξάρτησή τους από την εργασία χωρίς καμιά μονιμότητα ή εργασιακά δικαιώματα. Από τη μια, αυτό θα ριζοσπαστικοποιήσει την εργατική τάξη μαζί με τη μάζα των μικρομεσαίων στρωμάτων. Από την άλλη θα ενισχύσει την αποχή από την πολιτική δράση και τους αγώνες λόγω της μεγαλύτερης ανασφάλειας.

 

Φυσικά αυτό είναι το πεδίο στο οποίο παραδοσιακά λειτουργούν ο ρεφορμισμός και η «σοσιαλδημοκρατία». Η σημερινή «σοσιαλδημοκρατία» δεν εξαντλεί τα όρια της στο ΠΑΣΟΚ αλλά εκτείνεται και στη ΝΔ. Αν δεν υπήρχαν μικρομεσαία στρώματα στην αριστερά δεν θα ξεκινούσε ο Σαμαράς την επίθεσή του προς αυτήν συνολικά, μαζί με το ΠΑΣΟΚ για τον «κρατισμό» που υποστήριξε από τη δεκαετία του 1980 κι’ εδώ. Άλλα κόμματα όπως η ΔΗΜΑΡ διεκδικούν μ’ επιτυχία τον χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς ενώ όπως σωστά παρατήρησε κάποιος ο Βενιζέλος τείνει να μετατραπεί σε Ζίγδη και το ΠΑΣΟΚ στην παλιά ΕΔΗΚ. Η σημερινή «σοσιαλδημοκρατία», επομένως, είναι πολύ ευρύτερη και φαίνεται να κατακερματίζεται μεταξύ ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ.

           

Ποια είναι η ταξική σημασία αυτής της αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού; Βρίσκεται στο ότι η μεγάλη μάζα των εργαζομένων, του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, θέλει μια απομάκρυνση από το ΠΑΣΟΚ που επέβαλλε βίαια τη μνημονιακή πολιτική, δεν έχει εμπιστοσύνη στη ΝΔ που στήριξε αυτή την πολιτική στη κυβέρνηση Παπαδήμου και θέλει ένα «άλλο ΠΑΣΟΚ» που θα καταφέρει να ξεπεράσει στα γρήγορα τα οικονομικά προβλήματα της χρεωκοπίας και θ’ ανεβάσει ξανά τους μισθούς, τα μεροκάματα, τις συντάξεις και θα μειώσει τους φόρους. Η ταξική σημασία αυτής της αναδιάταξης έγκειται στο ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν ακόμα να ξεπεράσουν τ’ αντικειμενικά όρια που θέτει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αντί να βλέπουν τις τάξεις βλέπουν τα κόμματα, αντί να βλέπουν την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού και την ιδιαίτερη έκφρασή του στην κρίση χρέους της Ελλάδας βλέπουν τους κλέφτες πολιτικούς. Αντί να απαιτήσουν μια γραμμή αγώνων στα συνδικάτα τους παραμένουν εγκλωβισμένοι σ’ αυτά όπως επίσης στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ.

 

Στην περίπτωσή μας ο πρωτοποριακός ρόλος της εργατικής τάξης δεν πρέπει ν’ αναζητηθεί μόνο στη μαρξιστική θεωρία αλλά επίσης και στη ζωντανή πραγματικότητα. Ο ρόλος αυτός υπάρχει και αναδείχτηκε στις μαζικές απεργίες, την 48ωρη απεργία, τον αγώνα του λαού της Κερατέας κ.λπ. Αυτός ο κύκλος έκλεισε τόσο με την αποφασιστική παρέμβαση του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ στο πλευρό του συστήματος όσο και με το ξεφούσκωμα του «κινήματος των αγανακτισμένων». Θα ήταν λάθος να βάλουμε τα δυο γεγονότα στο ίδιο επίπεδο χωρίς να τ’ αναλύσουμε. Το ξεφούσκωμα του «κινήματος των αγανακτισμένων» ήταν βασικά και σε τελική ανάλυση συνέπεια του ταξικού του χαρακτήρα ως μικροαστικού. Το κίνημα αυτό θα βρει κατά πάσα πιθανότητα υποκατάσταση από τη ΔΗΜΑΡ ή άλλα σχήματα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ. Αλλά με το εργατικό κίνημα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η εντεινόμενη κρίση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και οι συνέπειες που θα φέρει, όπως τις περιγράψαμε παραπάνω, έχει μια άλλη δυναμική. Η εξαθλίωση της εργατικής τάξης έχει μια διπλή συνέπεια: Από τη μια τείνει να εντείνει την ταξική πάλη, από την άλλη τείνει να την αμβλύνει στο επίπεδο των ατομικών εργαζομένων. Αυτή η σχέση μπορεί να επηρεασθεί από τη δράση ενός επαναστατικού κόμματος που έχει οργανώσει στις τάξεις του την εργατική πρωτοπορία.

 

Προβλήματα της πάλης

 

Από τη στιγμή που έχουμε εντοπίσει το πρόβλημα στη σχέση ανάμεσα στους παράγοντες που οδηγούν στην άμβλυνση και την όξυνση της ταξικής πάλης στους χώρους δουλειάς κι’ από κει γενικότερα στο επίπεδο της εργατικής τάξης σαν σύνολο, πρέπει να βγουν ορισμένα συμπεράσματα για την τακτική και τη στρατηγική του αγώνα της εργατικής τάξης.

 

1)       Το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ έχουν λειτουργήσει αντικειμενικά σαν το μεγαλύτερο, το πιο αποφασιστικό εμπόδιο στο ξεδίπλωμα της πάλης της εργατικής τάξης, της κλιμάκωσης των αγώνων και της πρόταξης ενός προγράμματος διεκδικήσεων που να μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση ενός προγράμματος για τη σοσιαλιστική εξουσία. Όχι μόνο στα συνδικάτα  αλλά και στο επίπεδο της κοινωνίας, χωρίς να έχει ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό λόγο έχει αποξενώσει την εργατική τάξη και τα μικρά ή μεσαία στρώματα από την υπόθεση του σοσιαλισμού. Μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμματα που είναι οριστικά χαμένα για την υπόθεση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

2)       Στους ανέργους δεν έχει γίνει καμιά συστηματική δουλειά. Έχουν αφεθεί απλώς στην ελεύθερη πτώση προς το λούμπεν προλεταριάτο στο οποίο τους οδηγεί το σύστημα. Η αλληλεγγύη της εργατικής τάξης και των ανέργων δεν έχει εκδηλωθεί πολιτικά σε συσσίτια, βοήθεια, οργάνωση.

3)       Το επαναστατικό κόμμα παραμένει ένα ζητούμενο και με κανένα τρόπο δεν αποτελεί απτό και υλικό συμπέρασμα των αγώνων που έγιναν ως τα σήμερα. Η «ενότητα της αριστεράς» αποδείχνεται αδύνατη. Παρόλο που για το ζήτημα έχουν γραφεί πολλά ποια είναι η ταξική βάση της αδυναμίας αυτής; Στον ρεφορμιστικό χώρο (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) διεξάγεται μόνιμος διαγκωνισμός για το ποιος θα γίνει το αριστερό δεκανίκι της κυβέρνησης, ποιος θα ελέγξει το εργατικό κίνημα για να αποκομίσει περιστασιακά οφέλη και να το σταματήσει την κρίσιμη στιγμή που θα ενωθεί αυθόρμητα με κάποιο κίνημα αγανακτισμένων. Στους υπόλοιπους χώρους κυριαρχούν τα μικροαστικά και μεσοαστικά στοιχεία που δεν έχουν αντικειμενικά τη δυνατότητα να πείσουν ότι είναι μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στο ρεφορμισμό. Ο ρεφορμισμός και ο σεχταρισμός, σε τελική ανάλυση, έχουν το ίδιο αντικειμενικό αποτέλεσμα, αποτελούν ίδια λύση της ίδιας εξίσωσης εκφρασμένης με αριθμητικά διαφορετικό τρόπο.

4)       Το υλικό συμπέρασμα των αγώνων που έγιναν ως τα σήμερα βρίσκεται στη δημιουργία μιας ρεφορμιστικής αριστεράς με νέα πρόσωπα και νέα προσωπεία. Η εργατική τάξη δεν έχει πεισθεί από τον σεχταρισμό αλλά θεωρεί επικίνδυνο ακόμη και τον ρεφορμισμό με αποτέλεσμα να στρέφεται σε κοινοβουλευτικές λύσεις και σε κόμματα νέα φτιαγμένα με τα παλιά υλικά. Τα ίδια τα αδιέξοδα του ρεφορμισμού έχουν οδηγήσει σε μια τέτοια κατάσταση από τη μια μεριά. Από την άλλη, τα μικρομεσαία στρώματα έδειξαν μεγαλύτερο αυθορμητισμό με το κίνημα των πλατειών που ωστόσο ξεφούσκωσε γρήγορα. Η αντίδραση της εργατικής τάξης είναι από αντικειμενικούς παράγοντες αναγκαστικά πιο αργή. Τα τμήματά της που είναι εγκλωβισμένα στον ρεφορμισμό «περιμένουν» τον σοσιαλισμό. Όσα τμήματα είναι εχθρικά προς τον ρεφορμισμό από τα δεξιά, αναγκαστικά θα πάνε σε  κοινοβουλευτικές λύσεις και τη «νέα αριστερά» που είναι υπό διαμόρφωση –χωρίς να είναι ούτε νέα ούτε αριστερά αλλά αποτελεί παρόλα αυτά μια νέα σοσιαλδημοκρατία στην εποχή της ολοκληρωτικής κατάρρευσης του ελληνικού καπιταλισμού. Τέλος, τα τμήματα της εργατικής τάξης που είναι εχθρικά προς τον ρεφορμισμό από τ’ αριστερά, κατανοούν πλήρως την έλλειψη ενότητας της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς  στη ταξική της βάση που είναι ο μικροαστικός και αστικός σεχταρισμός. Όπως και τα τμήματα που είναι εγκλωβισμένα στον ρεφορμισμό δεν βλέπουν καμιά διαφορά στα «προγράμματα» της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς   κι’ επόμενο είναι να τ’ απορρίπτουν συλλήβδην και να μη συμμετέχουν.

5)       Στην αριστερά συνολικά υπάρχει μια απερίγραπτη σύγχυση σχετικά με τα μεταβατικά αιτήματα που πρέπει να έχει ένα κόμμα, σχετικά με τις διεκδικήσεις και την ταχτική, σχετικά με τη στρατηγική και τη διαλεχτική σχέση που έχει ένα κόμμα με τις μάζες. Πρέπει να διεκδικήσουμε έξοδο από το ευρώ; Πρέπει να διεκδικήσουμε μονομερή διαγραφή του χρέους; Πρέπει να οργανώσουμε παραπέρα τα κινήματα «δεν πληρώνω»;

6)       Το ζήτημα της ενίσχυσης της άκρας δεξιάς παραμένει ανοιχτό και εν δυνάμει σημαντικό. Η μετατροπή της άκρας δεξιάς σε φασισμό (δηλαδή κίνημα με λαϊκή βάση) είναι ένα προτσές σε εξέλιξη που πρέπει να προσεχτεί.

 

Για τα μεταβατικά αιτήματα

 

Για να διαπιστώσουμε την απερίγραπτη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με ορισμένα μεταβατικά αιτήματα που είναι αναμφισβήτητα σωστά ας δούμε τι λένε το ΚΚΕ (μ-λ) και το Μ-Λ ΚΚΕ σε μια κοινή τους ανακοίνωση:

 

«Σε αυτό το πλαίσιο έχουν «ανθίσει» στους κόλπους της Αριστεράς, ακόμη και στην εξωκοινοβουλευτική, όπως στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι λογικές των «εναλλακτικών προτάσεων». Προτάσεις που συνοψίζονται σε αιτήματα όπως «παύση πληρωμών», «διαγραφή» ή «μερική διαγραφή» και «επαναδιαπραγμάτευση» του χρέους, «ευρωομόλογο», «εθνικοποίηση των τραπεζών», «κρατικοποιήσεις με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο», «έξοδος» ή «προσωρινή έξοδος από την ONE και το ευρώ» και όλα αυτά συνδυασμένα πάντα με το σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση - εκλογές τώρα». Οι προτάσεις αυτές -ανεξάρτητα από την παρουσίασή τους, τις διαθέσεις και τις ρητορικές που τις συνοδεύουν- δεν είναι, τελικά, παρά «εναλλακτικές προτάσεις» εξωραϊσμού των πιο ακραίων επιπτώσεων της κρίσης του συστήματος στην εργατική τάξη και τον λαό, αναπαράγοντας μέτρα και στόχους που αντιστοιχούν σε κατεύθυνση μίας «συνεπούς» σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Μέτρα που δεν αμφισβητούν, στην ουσία του, το εκμεταλλευτικό σύστημα, μέτρα που δεν παίρνουν υπόψη τους τον σημερινό πολιτικό-ταξικό συσχετισμό, μέτρα που αντιστοιχούν σε ένα άλλο επίπεδο, πολύ ανώτερο, συγκρότησης του εργατικού-λαϊκού παράγοντα και προϋποθέτουν την κατάχτηση από αυτόν της πραγματικής εξουσίας».[2]

 

 

Επομένως, μέτρα όπως  εθνικοποίηση των τραπεζών και κρατικοποιήσεις με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο δεν αποτελούν προγραμματικά αιτήματα που πρέπει να έχει ένα εργατικό κόμμα γιατί είναι αναντίστοιχα με το σημερινό χαμηλό επίπεδο της ταξικής πάλης. Αλλά το αίτημα για κρατικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο είναι ένα μεταβατικό αίτημα. Τι σημαίνει αυτό;

 

«Το στρατηγικό καθήκον για την επερχόμενη περίοδο -μια προεπαναστατική περίοδο ζύμωσης προπαγάνδας και οργάνωσης- συνίσταται στην υπερνίκηση της αντίφασης ανάμεσα στην ωριμότητα των αντικειμενικών επαναστατικών συνθηκών και στην ανωριμότητα του προλεταριάτου και της ηγεσίας του (στη σύγχυση και την απογοήτευση της παλιάς γενιάς, την απειρία της νέας). Είναι ανάγκη να βοηθήσουμε τις μάζες μέσα στην πορεία της καθημερινής πάλης να βρουν γέφυρα ανάμεσα στις σημερινές διεκδικήσεις και στο σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Η γέφυρα αυτή θα ‘πρεπε να περιλαμβάνει ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που να ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες και από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης, και να οδηγούν αμετάτρεπτα στο μοναδικό τελικό σκοπό: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο[3]

 

 

Ακόμη κι’ αν κανείς πιστεύει ότι το σημερινό επίπεδο της ταξικής πάλης είναι χαμηλό κι’ ότι η εργατική τάξη δεν είναι σε θέση να θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κυβέρνησής της, παρόλα αυτά χρειάζεται μια γέφυρα προς τον στόχο αυτό. Χρειάζεται μια σειρά αιτημάτων που να προετοιμάσουν την εργατική τάξη, να την εκπαιδεύσουν, να της δείξουν την κατεύθυνση προς τον σοσιαλισμό αντί να τον παίρνουν σαν δεδομένο.  Οι κρατικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα ή στη μεγάλη βιομηχανία δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση ότι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στις συνθήκες του καπιταλισμού ή ότι αν πραγματοποιηθούν τότε θα έχει προκύψει μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Αλλά ο σκοπός των μεταβατικών αιτημάτων δεν είναι προς την κατεύθυνση να τα υλοποιήσει μια αστική, σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Δεν  θα τα πραγματοποιήσει ποτέ παρά μόνο σε μερική έκταση και μόνο αν βρεθεί κάτω από την τρομακτική πίεση των μαζών. Αλλά με ποιον άλλο τρόπο μπορεί το εργατικό κόμμα ν’ απευθυνθεί προς τις μάζες και να τις κερδίσει; Με ποιον τρόπο μπορεί να τις προϊδεάσει για το χαρακτήρα της σοσιαλιστικής κοινωνίας και της κυβέρνησης των εργαζομένων; Με βάση ποια αιτήματα θα κερδίσει την εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή τους;

 

Η λεγόμενη «Πρωτοβουλία για μια Αριστερή Αντιμπεριαλιστική Συνεργασία» του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ βρήκε τη φόρμουλα αυτών των αιτημάτων και να ποια είναι:

 

«Με ραγδαίους ρυθμούς η αντιδραστική συγκυβέρνηση που επέβαλαν οι ιμπεριαλιστές, οδηγεί τη χώρα κάτω από νεοαποικιακή εποπτεία και επιβάλλει καθεστώς δουλείας και εξαθλίωσης για την εργατική τάξη και το λαό.  […]Το καθεστώς της εξάρτησης και της υποτέλειας περνά τώρα μια βαθιά κρίση, που οξύνεται κάθε μέρα και περισσότερο. Στη βάση αυτή οξύνονται κι όλες οι αντιθέσεις που διαπερνούν την κοινωνία και πρώτα-πρώτα η κυριότερη απ' αυτές, η αντίθεση ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές, Αμερικάνους και Ευρωπαίους, τη ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία και τα πολιτικά τους φερέφωνα και στηρίγματα από τη μια πλευρά και το λαό από την άλλη […] Παράλληλα με την άνθιση αυτών των προτάσεων, υπάρχει από την πλειοψηφία των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά μία συστηματική υποβάθμιση της αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης που είναι αναγκαία για να βαθύνει η πολιτικοποίηση της πάλης του λαού με την αναγνώριση των πραγματικών του εχθρών. […]  Συνεργασία για την προώθηση της κοινής δράσης, για τη συνένωση και διεύρυνση ενός δυναμικού που μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη και το σωστό προσανατολισμό του λαϊκού, αντιιμπεριαλιστικού κινήματος […]  Ας κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να πάρει η αντίσταση αυτή την πιο πλατιά και μαζική της έκφραση και ένα σωστό πολιτικό προσανατολισμό, μέσα από τη συσπείρωση των αγωνιστικών δυνάμεων, έτσι ώστε η νέα χρονιά, το 2012, να γίνει χρονιά παλλαϊκής, αντιιμπεριαλιστικής αντίστασης, ελπίδας και προοπτικής για το λαϊκό, αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα».

 

 

Επομένως στις «νέο-αποικιακές» συνθήκες που επέβαλλε η ΕΕ και το ΔΝΤ, στην «κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας» που έχει επέλθει, χρειάζεται μια παλλαϊκή αντιιμπεριαλιστική «κατεύθυνση που είναι αναγκαία για να βαθύνει η πολιτικοποίηση της πάλης του λαού με την αναγνώριση των πραγματικών του εχθρών» που είναι ο ξένος ιμπεριαλισμός και η ντόπια μεγαλοαστική τάξη. Ούτε  «νεο-αποικιακές» συνθήκες επέβαλλε η ΕΕ και το ΔΝΤ ούτε και η «εθνική» ανεξαρτησία της Ελλάδας κινδύνευσε. Όποιος δεν βλέπει την ενότητα του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου στα μέτρα χρεωκοπίας δεν καταλαβαίνει τίποτα ούτε από οικονομία ούτε από στοιχειώδη πολιτική. Ο πραγματικός εχθρός δεν είναι ο ξένος ιμπεριαλισμός γιατί δεν υπάρχει ξένος ιμπεριαλισμός στην εποχή κατάρρευσης του ίδιου του ιμπεριαλισμού. Μπορεί να υπάρχουν ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις αλλά αυτές παραμέρισαν αμέσως μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης και χρεωκοπίας συνολικά της ευρωζώνης. Αυτός ο παραμερισμός των αντιθέσεων πήρε στην Ελλάδα μια μορφή εμφάνισης που φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά της ξένης επέμβασης:

 

«Μπροστά στα μάτια του λαού αποκαλύπτεται για άλλη μια φορά ο κυρίαρχος ρόλος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη χώρα μας, καθώς και ο ρόλος των ντόπιων υποτακτικών τους. Δεν είναι μόνο οι νεοαποικιακές συμφωνίες που αλυσοδένουν το λαό και μετασχηματίζουν την κηδεμονία σε απροσχημάτιστη ξενοκρατία, μετατρέποντας τη χώρα σε τροϊκανή μπανανία με τους διάφορους γκαουλάιτερ Pάιχενμπαχ σε ρόλο τοπικού έπαρχου-κυβερνήτη. Είναι, επίσης, οι απροκάλυπτες ωμές επεμβάσεις στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, το ανεβοκατέβασμα κυβερνήσεων από πρόθυμους εντολοδόχους και φερέφωνα, τα τελεσίγραφα και οι εντολές που διαμηνύουν προς άμεση εκτέλεση, χωρίς να αφήνουν την παραμικρή χαραμάδα στους ντόπιους υπηρέτες τους».

 

Αλλά το ίδιο κυρίαρχος είναι και ο ρόλος των «ιμπεριαλιστικών δυνάμεων» και στην Ιταλία που «επέβαλλαν» τον κ. Μόντι; Υπάρχει κι’ εκεί «κηδεμονία [και] απροσχημάτιστη ξενοκρατία, μετατρέποντας τη χώρα σε τροϊκανή μπανανία με τους διάφορους γκαουλάιτερ Pάιχενμπαχ»; Ο Ελληνικός ιμπεριαλισμός απλούστατα δεν υπάρχει κι’ επομένως τίθεται ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας, ξενοκρατίας, μισο-αποικιακού χαρακτήρα της Ελλάδας, κατοχής από τους Γερμανούς που επιβάλλουν γκαουλάιτερ κι’ έτσι το καθήκον μας είναι ένα παλλαϊκό μέτωπο ενάντια στον ξένο ιμπεριαλισμό και τη ντόπια μεγαλοαστική τάξη που επέβαλλαν κατοχή και κατέλυσαν την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ένα νέο «παλλαϊκό μέτωπο» με κάθε λογής «προοδευτικά» στοιχεία της αστικής αλλά όχι μεγαλοαστικής τάξης, με διάφορες δυνάμεις που θα είναι «προοδευτικές» σε ό,τι αφορά την αποδέσμευση της χώρας από τους ιμπεριαλιστές και το ΝΑΤΟ κ.λπ. Τέτοια είναι η κατάσταση της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης στη χώρα μας που τα μόνα καθήκοντα που μπαίνουν μπροστά μας δεν είναι παρά αστικοδημοκρατικά και εθνικά καθήκοντα.

 

Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή όχι με τις εκτιμήσεις των νεοσταλινικών του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ για την κατάσταση της ταξικής πάλης, είναι άτοπο να προβάλλονται ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας και υποτέλειας ανασύροντας από τη δεκαετία του 1930 τα περίφημα επιχειρήματα του ΚΚΕ που οδήγησαν στο «προοδευτικό» σύμφωνο Σκλάβαινα – Σοφούλη με τις διάφορες αλχημείες της «τρίτης περιόδου» περί διαχωρισμού της αστικής τάξης σε διάφορα στρώματα, ανάμεσά τους και δήθεν προοδευτικά και «εθνικά» ή «δημοκρατικά». Η λογική του παλλαϊκού μετώπου είναι να δέσει εκ των προτέρων μια αδύναμη εργατική τάξη και τα συγχυσμένα μικροαστικά στρώματα στο άρμα των αστικών κομμάτων που μιλάνε – τώρα ή αύριο – στο όνομα της «εθνικής ανεξαρτησίας» και της «λαϊκής κυριαρχίας». Πρώτο καθήκον είναι η εθνική ανεξαρτησία από τους ξένους ιμπεριαλιστές χωρίς κοινωνικά αιτήματα, χωρίς μεταβατικά αιτήματα που θα οργανώσουν στη σωστή βάση την πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στα μικρομεσαία στρώματα που εξαφανίζονται από τον κοινωνικό χάρτη.

 

Οι οικονομικές επιλογές που τάχα επέβαλλαν οι Βρυξέλλες και τα Μνημόνια, ήταν στ’ αλήθεια επιλογές που η Ελληνική αστική τάξη δεν ήθελε; Η κερδοφορία της δεν έχει επηρεασθεί σε γενικά επίπεδα ενώ ωφελείται από την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, την ελαστική και μερική απασχόληση, την επέκταση της εργάσιμης μέρας πέρα και πάνω από σχεδόν κάθε νομικά καθορισμένο όριο. Ένα νέο «παραγωγικό μοντέλο» ετοιμάζεται για τον Ελληνικό καπιταλισμό που θα δώσει νέα ώθηση στον Ελληνικό ιμπεριαλισμό στους τομείς της ηλιακής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, με χαμηλούς μισθούς και μια ειρηνική εργατική τάξη που θα καταστήσει τη χώρα ελκυστική για ξένες επενδύσεις αλλά απ’ την άλλη θα ενισχύσει την ντόπια αστική τάξη σαν σύνολο και όχι μόνο ορισμένα στρώματα της μεγαλοαστικής λεγόμενης τάξης.

 

Η Ελληνική αστική τάξη αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής και η Ελλάδα αποτελεί μέρος της ΕΕ. Μπορεί στην ΕΕ να υπήρχε και να εξακολουθεί να υπάρχει ανισόμερη ανάπτυξη αλλά η ανάπτυξη αυτή ταυτόχρονα είναι συνδυασμένη. Η ευρωζώνη θα είχε δεχθεί πολλαπλά πλήγματα από τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση στην Ελλάδα μέσω της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Η Ελλάδα συμμετέχει σε μια ιμπεριαλιστική ένωση ανισόμετρα μεν αλλά συνδυασμένα. Ο Ελληνικός ιμπεριαλισμός που γεννήθηκε ξανά στα μέσα του 2000 με την επέκταση του τραπεζικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και αλλού θα ανακάμψει και θα λάβει νέα μορφή στον νέο Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας που θα προκύψει από το μεγάλο κραχ του 2008. Όσοι ονειρεύονται, με καθυστέρηση 80 χρόνων ότι ο «ξένος» ιμπεριαλισμός είναι ο εχθρός θα βρεθούν πολύ πιο γρήγορα αντιμέτωποι με τον ανανεωμένο Ελληνικό ιμπεριαλισμό, που δεν είναι παρά το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Φυσικά, αυτός ο ανανεωμένος Ελληνικός ιμπεριαλισμός θα έχει μια νέα μορφή και ένα νέο περιεχόμενο, με νέα «συγκριτικά πλεονεκτήματα», με νέες δυνατότητες σύνθεσής του με τον Ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό στα πλαίσια της συνδυασμένης του ανάπτυξης.

 

Είναι γεγονός ότι η νέα συμμαχία του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ θεωρεί το πρόγραμμα του ΚΚΕ σαν «υπερ-αριστερό»! Ότι πετάει πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων που δεν θέλουν παρά ειρήνη, δημοκρατία κι’ εθνική ανεξαρτησία. Ότι η κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο θα γίνει στον σοσιαλισμό και δεν είναι για τώρα. Αντικειμενικά η νέα συμμαχία του ΚΚΕ(μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ είναι στα δεξιά του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ και το παλλαϊκό μέτωπο στο οποίο καλεί, σαν νέο ΕΑΜ, δεν είναι παρά το γνωστό πρόγραμμα των λαϊκών μετώπων που οδήγησαν στην ήττα των επαναστάσεων του μεσοπολέμου στην Ισπανία, στην Κίναλ, τη Γαλλία και αργότερα στην Ελλάδα το 1944.

 

Μπορεί άραγε να υπάρξει ένα «παλλαϊκό μέτωπο» εστιασμένο στην εθνική ανεξαρτησία χωρίς να έχει καμιά άλλη διεκδίκηση; Η λογική των νεοσταλινικών είναι ότι εφόσον για όλα τα προβλήματα φταίει η ξένη κατοχή του ΔΝΤ και της ΕΕ, αυτήν πρέπει ν’ ανατρέψουμε πρώτα και να θέσουμε αυτή την ανατροπή σαν το αίτημα του  «παλλαϊκού μετώπου». Αλλά στην ίδια λογική κινείται και ο μαξιμαλισμός: Εφόσον για όλα φταίει ο καπιταλισμός, πρέπει να θέσουμε την ανατροπή του στην ημερήσια διάταξη. Το λάθος βρίσκεται στο ότι τα μεταβατικά αιτήματα έχουν ένα συγκεκριμένο ρόλο. Το κόμμα:

 

«προβάλλει ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που η ουσία τους βρίσκεται στο γεγονός ότι πάντα ολοένα και πιο ανοιχτά και πιο αποφασιστικά αυτές στρέφονται ενάντια στην ίδια τη βάση του αστικού καθεστώτος. Το παλιό “μίνιμουμ πρόγραμμα” το αντικαθιστά το μεταβατικό πρόγραμμα που έχει για σκοπό του τη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την προλεταριακή επανάσταση».[4]

 

Το παλιό μίνιμουμ πρόγραμμα είναι το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας που τα όριά του βρίσκονται στα όρια των διεκδικήσεων μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και αποσκοπούν στη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης. Σήμερα, τα αιτήματα του μίνιμουμ προγράμματος έχουν σε κάποιο βαθμό, σε σημαντικό βαθμό, τη σημασία τους. Αλλά το πραγματικό ζητούμενο δεν είναι το κόμμα να εναρμονισθεί με το επίπεδο της τάξης αλλά να υψωθεί λίγο πάνω απ’ αυτό. Χωρίς αυτή την εφικτή και λογική ύψωση των αιτημάτων πάνω από το τρέχον επίπεδο της τάξης δεν μπορεί να υπάρξει καθοδήγηση και οργάνωση της ταξικής πρωτοπορίας. Αν μείνουμε στο «μίνιμουμ πρόγραμμα», η εργατική τάξη θα μας απορρίψει εφόσον δεν θα μπορέσει να διακρίνει αυτό το πρόγραμμα από το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας –παλιάς ή νέας. Ο μοναδικός τρόπος που έχει το εργατικό κόμμα για να καθοδηγήσει την τάξη δεν είναι παρά να υψωθεί προγραμματικά πάνω από το τρέχον επίπεδο της εργατικής τάξης και να θέσει μεταβατικά αιτήματα που γεφυρώνουν τη σημερινή κατάσταση με τον τελικό στόχο που είναι η σοσιαλιστική επανάσταση.

 

Όταν το αντικειμενικό πρόβλημα είναι η μείωση των μισθών και των συντάξεων κατά 50% αθροιστικά τα τελευταία δυο χρόνια, η συνολική αποδιοργάνωση του ασφαλιστικού που αποφεύχθηκε το 2001 με τις κινητοποιήσεις ενάντια στους νόμους Σημίτη – Γιαννίτση, η τεράστια ανεργία, η μαζική φτώχεια κι’ εξαθλίωση κ.ο.κ., είναι άραγε δυνατόν να κινητοποιήσει ένα εργατικό κόμμα τις μάζες στη βάση των συνθημάτων του αγώνα ενάντια στη «ξένη κατοχή» και του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, χωρίς καν ν’ αναφέρει συγκεκριμένα αν είναι υπέρ ή κατά της εξόδου από το ευρώ; Αυτή δεν είναι παρά προσαρμογή στα πιο χαμηλά ενστικτώδη συνθήματα των μαζών χωρίς να γίνεται ούτε ένα βήμα μπροστά απ’ αυτά. Και βέβαια είναι μια προσαρμογή στη λογική της ακροδεξιάς, όχι στη λογική της αριστεράς.

 

Η λογική της συμμαχίας των νεοσταλινικών του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ δεν είναι καθόλου παράδοξη. Μετά από 36 χρόνια ξαναβρήκαν κοινό τόπο συνεννόησης σ’ ένα κατώτερο επίπεδο, όχι σε μια σύνθεση σ’ ανώτερο επίπεδο. Η διαλεχτική, πολλές φορές, λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, με πισωγυρίσματα αντί για σύνθεση ή άρνηση-της-άρνησης σ’ ανώτερο επίπεδο. Η σύνθεση επιτεύχθηκε στη λογική των λαϊκών μετώπων της Γ’ Διεθνούς και του ΚΚΕ της δεκαετίας του 1930 που επέμενε στη θεωρία της εξάρτησης και επομένως του αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης αντί της θέσης ότι η επανάσταση θα ήταν σοσιαλιστική και θα έλυνε στο δρόμο όλα τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα στα πλαίσια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η σύνθεση επιτεύχθηκε επίσης στη λογική της «λαϊκοδημοκρατικής ενότητας» στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με κεντρική θέση την εθνική ανεξαρτησία που προέρχεται από τη θεωρία των τριών κόσμων του Μάο Τσετούνγκ. Η τεχνητή διαίρεση φυσικά αγνοεί πλήρως τη διαλεχτική. Όλα μπαίνουν σε τρεις κατηγορίες ή κόσμους ανεξάρτητα από τον πλούτο των διαφορών και των αντιθέσεων στα πλαίσια της ανισόμετρης και συνδυασμένης ανάπτυξης.

 

Εκτιμήσεις και προβλέψεις για το εργατικό κίνημα;

 

Η νεοσταλινική σύνθεση, όντας δεξιά του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, βασίζεται στην εκτίμηση ότι η εργατική τάξη δεν έχει κινητοποιηθεί αρκετά και ότι το ξεφούσκωμα των κινημάτων των αγανακτισμένων ή των απεργιών  έχει βάλει την εργατική τάξη στο περιθώριο μαζί με τους συμμάχους της. Εφόσον οι σύμμαχοι της εργατικής τάξης βρίσκονται στα μικρομεσαία στρώματα μόνο ένα «γενικό» και επιεικές πρόγραμμα εθνικής ανεξαρτησίας και αγώνα ενάντια στην ανύπαρκτη «ξένη κατοχή» σε μια «αποικιακή» Ελλάδα μπορεί να κινητοποιήσει αυτά τα στρώματα και επομένως να φέρει και την εργατική τάξη στο προσκήνιο.

 

Η εκτίμηση είναι σωστή. Αλλά μια εκτίμηση δεν αποτελεί πρόβλεψη ή όταν αποτελεί πρόβλεψη, είναι πάντα πρόβλεψη κάτω από παραδοχές και συγκεκριμένες συνθήκες. Έχουμε σαφώς μια κυριαρχία των μικρομεσαίων στρωμάτων στους μαζικούς αγώνες τα τελευταία δυο με τρία χρόνια, μαζί φυσικά με την εργατική τάξη που παραμένει εγκλωβισμένη στον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό. Το ξεφούσκωμα των μικρών και μεσαίων στρωμάτων με το κίνημα των πλατειών οδήγησε στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού που έχουμε μπροστά μας: Έλλειψη αυτοδυναμιών, ενίσχυση της ΔΗΜΑΡ και της διάλυσης του ΠΑΣΟΚ, ενίσχυση της άκρας δεξιάς, αλλά και πλήρης αδυναμία των κινήσεων Θεοδωράκη – Γλέζου ν’ αποκτήσουν ερείσματα, διεργασίες και κινητικότητα στο χώρο του κέντρου γενικά, δηλαδή στον χώρο ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οι πολιτικές ανακατατάξεις αντανακλούν ταξικές σχέσεις. Πίσω από τις αναδιατάξεις βρίσκονται σχεδόν με βεβαιότητα οι πολιτικές μετακινήσεις των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων που παραδοσιακά ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Η οικονομική κατάρρευση αυτών των στρωμάτων έχει θέσει σε κίνηση ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό των ανακατατάξεων που παρακολουθούμε.

 

Με τη σειρά τους οι ανακατατάξεις αυτές, στην καλύτερη περίπτωση, θα οδηγήσουν είτε στην αναδιάταξη της λεγόμενης κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς είτε σε μια σειρά διαδικασιών που θα φέρουν  στο προσκήνιο την άκρα δεξιά σαν προασπιστή της τάξης και επομένως την άνοδο του φασισμού – δηλαδή εκείνης της ακροδεξιάς σύνθεσης που θα έχει λαϊκά ερείσματα και θα επιχειρήσει να καταργήσει τα δημοκρατικά δικαιώματα στη βάση των λαϊκών προλήψεων περί άχρηστων πολιτικών, κλεψιάς, ηθικής κατάπτωσης, σήψης, παρακμής, κ.λπ. Ασφαλώς οι προλήψεις έχουν μια βάση στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στην επιφάνεια φταίνε τα κόμματα και οι πολιτικοί που έκλεψαν, ας υποθέσουμε, 200 δις ευρώ, αλλά στο ποσόν αυτό κανείς δεν συνυπολογίζει ότι αυτά πραγματοποιήθηκαν από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και τελικά εκλάπησαν από την αγαστή συνεργασία της αστικής τάξης με το πελατειακό της πολιτικό σύστημα.

 

Μεταβατικά αιτήματα;

 

Είναι, τελικά, τα λεγόμενα μεταβατικά αιτήματα απαραίτητα ή χρειάζονται άλλα αιτήματα; Το ΚΚΕ πχ αναφέρεται στη «λαϊκή εξουσία» χωρίς να διευκρινίζει περί τίνος πρόκειται εκτός από μισόλογα κατά των μονοπωλίων, πράγμα που αφήνει ανοιχτή την πόρτα στη «μη μονοπωλιακή» αστική τάξη να κάνει τις δουλειές της. Στην πράξη το φράγμα όλων των λαϊκών αγώνων ήταν και εξακολουθεί να είναι το σταλινικό ΚΚΕ τα τελευταία 80 χρόνια. Όπως και το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ ψαρεύει σε θολά νερά μ’ ένα γενικόλογο πρόγραμμα και πιο συγκεκριμένο στόχο μια κυβέρνηση της «αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας σε συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ (της οποίας η δημοσκοπική άνοδος δεν αφήνει περιθώρια συνεργασίας) ή τμήματα του ΠΑΣΟΚ.

 

Όπως είπαμε η κατάσταση είναι αντικειμενικά εκρηκτική. Η αστική τάξη δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως παλιά και η εργατική τάξη με τους συμμάχους της δεν είναι ακόμη έτοιμη. Σε τέτοιες μεταβατικές καταστάσεις είναι που κυοφορείται η επανάσταση, η αντεπανάσταση ή η συνέχιση των υφιστάμενων όρων διακυβέρνησης με νέα προσωπεία. Τα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα, οι λαϊκές μάζες, σέρνουν πίσω τους την εργατική τάξη που είναι και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να είναι δέσμια και εγκλωβισμένη είτε στις κινήσεις των μικρομεσαίων στρωμάτων είτε του ρεφορμισμού.

 

Δεν είναι ωστόσο σωστό ότι πρέπει να προσαρμόσουμε την πολιτική μας γραμμή στο επίπεδο των μαζών αλλά ίσα – ίσα, να διαμορφώσουμε ένα πρόγραμμα που υπερβαίνει αυτό το επίπεδο, χωρίς να πετά στα σύννεφα, και να δίνει όραμα και προοπτική για τη συνέχιση και τη διάρκεια των αγώνων. Ας δούμε μια παράγραφο από το «Μεταβατικό Πρόγραμμα»:

 

«Κάτω από την απειλή της ίδιας του της αποσύνθεσης, το προλεταριάτο δε μπορεί να επιτρέψει τη μετατροπή ενός ολοένα αυξανόμενου τμήματος των εργατών σε χρόνια άνεργους παρίες που ζουν από τα αποφάγια μιας κοινωνίας που διαλύεται. Το δικαίωμα στη δουλειά είναι το μοναδικό σοβαρό δικαίωμα πού ‘χει απομείνει στους εργάτες μέσα σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην εκμετάλλευση. Το δικαίωμα αυτό τούς το αφαιρούν σήμερα σε κάθε βήμα. Ενάντια στην ανεργία, τόσο την “οργανική” όσο και τη “συγκυριακή”, είναι καιρός πια να τραβήξει κανείς μπροστά με το σύνθημα των δημοσίων έργων, με το σύνθημα της κινητής κλίμακας των ωρών δουλειάς. Τα εργατικά συνδικάτα και οι άλλες μαζικές οργανώσεις θα ‘πρεπε να συνενώσουν τους εργαζόμενους και τους άνεργους στην αλληλεγγύη της αμοιβαίας ευθύνης. Πάνω σ’ αυτή τη βάση όλη η δουλειά που υπάρχει πρέπει να μοιραστεί σ’ όλους τους εργάτες με ανάλογο καθορισμό της έκτασης της εργάσιμης βδομάδας. Το κατά μέσον όρο μεροκάματο κάθε εργάτη μένει το ίδιο όπως ήταν και με την παλιά εργάσιμη βδομάδα. Τα μεροκάματα, με ένα αυστηρά εξασφαλισμένο μίνιμουμ, θα ‘πρεπε να ακολουθούν την κίνηση των τιμών. Είναι αδύνατο να δεχτεί κανείς οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα για τη σημερινή καταστροφική περίοδο

 

 

Τέτοια αιτήματα το δίχως άλλο φαντάζουν απραγματοποίητα στον καπιταλισμό και αυτονόητα στον καπιταλισμό πράγμα που θυμίζει τη λογική των μουλάδων για τα βιβλία: Αν αυτά που γράφουν συμφωνούν με το Κοράνι είναι άχρηστα. Αν διαφωνούν τότε είναι αμαρτωλά. Και στις δυο περιπτώσεις τα βιβλία και τα αιτήματα είναι άχρηστα! Αλλά το μεταβατικό αίτημα του καταμερισμού της δουλειάς, με την κατάλληλη προπαγάνδα: α) λειτουργεί σαν σύνδεσμος ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους άνεργους και χτίζει την απαραίτητα αλληλεγγύη, β) προβάλλει το δικαίωμα στη δουλειά με τον μόνο αντικειμενικά αποδεκτό τρόπο, δηλαδή να δουλεύουν όλοι, γ) καθιερώνει σαν αίτημα την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή που έχει καταργήσει η ευρωζώνη και δ) προβάλλει μια λογική απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας από τη σκοπιά της κοινωνίας. Αν η κοινωνία δεν μπορεί να διαχειρισθεί ένα τέτοιο αίτημα επειδή ο επιχειρηματίας βλέπει τα κέρδη του να μειώνονται, τότε ίσως είναι η ώρα να δοκιμάσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και η ίδια η κοινωνία να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους.

 

Δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ σε άλλα ζητήματα του Μεταβατικού Προγράμματος όπως οι επιτροπές εργοστασίων και απεργιακές επιτροπές, ο εργατικός έλεγχος στα βιβλία των βιομηχανικών επιχειρήσεων, των τραπεζών και του δημοσίου (που καταργεί τη διαφθορά στη γέννησή της),  απαλλοτρίωση του μεγάλου κεφαλαίου κ.λπ.

 

Θα έπρεπε ίσως ν’ αναφερθούμε σ’ αυτό που έχουμε ονομάσει ενδιάμεσα αιτήματα. Τα ενδιάμεσα αιτήματα αποτελούν μια γέφυρα της σημερινής κατάστασης με τα μεταβατικά αιτήματα που ενδέχεται να φαίνονται πολύ «φιλόδοξα» για την εργατική τάξη. Για τους νεοσταλινικούς του μ-λ χώρου αυτά εξαντλούνται ακόμη και σαν μεταβατικά αιτήματα στη διεκδίκηση του «παλλαϊκού μετώπου» με στόχο την εθνική ανεξαρτησία κι’ έτσι τη συμμαχία με κάθε παράδοξη αστική πολιτική κίνηση ή παράταξη.

 

Η ουσία των ενδιάμεσων αιτημάτων βρίσκεται στη συγκρότηση ενός Ενιαίου Μετώπου της εργατικής τάξης και των συμμάχων της πάνω στη βάση μιας προοπτικής που οδηγεί στα μεταβατικά αιτήματα για την εργατική εξουσία αλλά δεν οδηγεί σε ταξικούς συμβιβασμούς με την αστική τάξη και τις πολιτικές της εκφράσεις. Σε αντίθεση με το «παλλαϊκό μέτωπο», το Ενιαίο Μέτωπο είναι ένα μέτωπο όλων των εργατικών οργανώσεων και των συνδικάτων πάνω σε κοινά αιτήματα που, κατά πάσα πιθανότητα και σε πρώτη φάση, δεν μπορεί παρά να είναι μίνιμουμ αιτήματα, που αποτελούν τελικά και το Ενδιάμεσο Πρόγραμμα ή  μια σύνθεση των μίνιμουμ αιτημάτων σε ποιοτικά ανώτερο επίπεδο στο μέτρο που αυτό είναι δυνατόν. Η συγκρότηση του Ενιαίου Μετώπου αποτελεί ασφαλώς κεντρικό στόχο του εργατικού κινήματος σε μια εποχή γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου.

 

Η «νεοσταλινική σύνθεση» που αποτελεί επιστροφή στη δεκαετία του 1930 είναι εντελώς απαράδεκτη ως ενδιάμεσο αίτημα ακόμη και με τους σημερινούς  συσχετισμούς  της ταξικής πάλης  ή τους «ταξικούς – πολιτικούς συσχετισμούς» όπως συγχυσμένα αναφέρουν τα ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ.   Γι’ αυτή τη «συμμαχία» αποτελεί έναν τελικό στόχο ή ένα τελικό ζητούμενο. Άλλες οργανώσεις θέτουν τα δικά τους αιτήματα. Η δική μας δουλειά είναι η συγκρότηση του ευρύτερου δυνατού μετώπου των εργαζομένων στο οποίο θα πούμε:

 

Ενάντια στην ανεργία, τόσο την “οργανική” όσο και τη “συγκυριακή”, είναι καιρός πια να τραβήξει κανείς μπροστά με το σύνθημα των δημοσίων έργων, με το σύνθημα της κινητής κλίμακας των ωρών δουλειάς.

 

Αν απέναντι στο αίτημα αυτό βάλει κανείς τα ζητήματα της «εθνικής» ανεξαρτησίας ή ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο στα πλαίσια της «λαϊκής εξουσίας και οικονομίας» του ΚΚΕ ή ότι αυτά είναι απραγματοποίητα στον καπιταλισμό τότε το επιχείρημά μας είναι σαφές: Για να πάμε στην «εθνική» ανεξαρτησία ή στη «λαϊκή εξουσία και οικονομία» δεν μπορούμε παρά να πάμε με μια εργατική τάξη που είναι ακόμα υπαρκτή και ζωντανή και σίγουρα αυτό δεν πρόκειται να γίνει όσο δεν ενταθεί η πάλη για μείωση της ανεργίας τόσο με τα δημόσια έργα όσο και με την κινητή κλίμακα ωρών. Αυτό το αίτημα φαίνεται να μην καταργεί τον καπιταλισμό και να είναι στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, είναι εντελώς αδύνατο μια ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να δεχτεί ένα αίτημα σαν κι’ αυτό κάτω από τις σημερινές συνθήκες ή τις συνθήκες της δεκαετίας του 1930 όταν έγραφε ο Τρότσκι! Αυτή είναι η αναμφισβήτητη πραγματικότητα που τόσο εύκολα προσπερνούν οι ρεφορμιστές και οι εξωκοινοβουλευτικοί αριστεροί στα δεξιά τους. Να η λύση στην ανεργία που εναγώνια ψάχνουν οι αστοί οικονομολόγοι και οι ρεφορμιστές όλων των αποχρώσεων. Να κι’ ένα μεταβατικό αίτημα που μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει την εργατική τάξη και τους ανέργους σαν σύνολο.

 

Το αίτημα του εργατικού ελέγχου με ή χωρίς κρατικοποίηση ή απαλλοτρίωση χωρίς αποζημιώσεις είναι από τα βασικά αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος. Στην ενδιάμεση εκδοχή του, ζητάμε τον εργατικό έλεγχο νέτα σκέτα. Δηλαδή τον  έλεγχο πάνω στα κέρδη, τις δαπάνες, τις σπατάλες και τις κλεψιές, τη διαφυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό, την πληροφόρηση των εργατών για την πραγματική κατάσταση της επιχείρησης, τα δάνεια που έχει πάρει, πως τα έχει αξιοποιήσει, πόσες αυξήσεις των μισθών δεν έχει κάνει με διάφορες δικαιολογίες, πόσους φόρους έχει πληρώσει. Θα καταργήσει αυτό το αίτημα τον καπιταλισμό; Ασφαλώς όχι. Είναι συμβατό με μια ορισμένη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας και διατήρησης του αστικού συστήματος; Ας υποθέσουμε πως είναι, αν και στις σημερινές συνθήκες αναμφισβήτητα δεν είναι. Αλλά το κεντρικό ερώτημα είναι άλλο: Μαζί με όλα τα αιτήματα που βάζει η μια ή η άλλη οργάνωση είναι ή όχι πιθανόν αυτό το αίτημα του «καπιταλιστικού», «αστικού» και «σοσιαλδημοκρατικού» εργατικού ελέγχου να κινητοποιήσει τους εργαζόμενους, ναι ή όχι; Υπάρχει κανένας εργαζόμενος που δεν θέλει πραγματικά να ξέρει τι συμβαίνει στην επιχείρηση που δουλεύει και με τον τρόπο αυτό ν’ ανακαλύψει όλα τα μυστικά του κεφαλαίου άμεσα και στην πράξη, που διαφορετικά θα χρειαζόταν μια ζωή ολόκληρη να τα μάθει από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ κι’ όλη τη μεραρχία των καθηγητών και των ινστρουχτόρων του ρεφορμισμού; Τούτο είναι το πραγματικό ερώτημα. Κι’ αυτό το ερώτημα μπορεί να μπει σε κάθε Ενιαίο Μέτωπο ακόμα και σε κείνο με τους αμετανόητους σταλινικούς όχι του ΚΚΕ μόνο, αλλά τους πιο οπισθοδρομικούς και Ζαχαριαδικούς της «Πρωτοβουλίας για μια Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία» του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ.

 

Μπροστά στα άμεσα καθήκοντα της πραγματικής πρωτοπορίας βρίσκεται περισσότερο η διεύρυνση του Ενιαίου Μετώπου παρά η διεύρυνση του σεχταρισμού. Στα πλαίσια του Ενιαίου Μετώπου ο σεχταρισμός ή θα φανεί ξεκάθαρα σαν τέτοιος ή –αν δεν είναι– θα διεκδικήσει την ηγεμονία και θα ξεφύγει αναγκαστικά από τα στενά του όρια. Για παράδειγμα, η συμμαχία του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ, έχει προτάσεις τελείως λαθεμένες, αναχρονιστικές κι’ επικίνδυνες. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στα Μνημόνια, το ευρώ και τη νέα επίθεση που έχει κιόλας ξεκινήσει το κεφάλαιο. Πάνω απ’ όλα, επιλεκτικά ενιαία μέτωπα δεν υπάρχουν όπως επίσης δεν υπάρχουν ενιαία μέτωπα με τον εαυτό μας ή με την ιδεολογικά πιο κοντινή οργάνωση. Το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στα μικρομεσαία αστικά στρώματα, είναι ένα και μοναδικό. Αυτό πρέπει να οικοδομηθεί κι’ εκεί πρέπει ν’ αποσκοπούν οι δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού.

 

Όταν λέμε ότι η συμμαχία του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ, έχει προτάσεις λαθεμένες, επικίνδυνες κι’ αναχρονιστικές σημαίνει ότι δεν μπορούμε  να οικοδομήσουμε ένα ενιαίο μέτωπο αποκλειστικά πάνω στη βάση αυτών των απόψεων. Το ενιαίο μέτωπο πρέπει να οικοδομηθεί δίνοντας αγωνιστικές απαντήσεις στα καθημερινά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων και στον τομέα αυτό μπορούμε ασφαλώς να συνεργασθούμε με τη συμμαχία του ΚΚΕ (μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ, προβάλλοντας τα δικά μας αιτήματα για την εργατική εξουσία αλλά συμμετέχοντας σε μια κοινή και συντονισμένη πάλη. Αυτό είναι εξάλλου το λενινιστικό «χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χώρια».

 

Η σημασία των μεσαίων στρωμάτων δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί αν θέλουμε να κάνουμε μια αντικειμενική πολιτική και ταξική ανάλυση:

 

«Η σύγχρονη κοινωνία αποτελείται από τρεις τάξεις: τη μεγαλοαστική, το προλεταριάτο και τις «μεσαίες τάξεις» ή μικροαστική τάξη (μικροαστοί). Οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις τάξεις της κοινωνίας καθορίζουν τελικά την πολιτική κατάσταση της χώρας Οι βασικές τάξεις της κοινωνίας είναι η μεγαλοαστική τάξη και το προλεταριάτο. Μόνο αυτές οι δύο τάξεις μπορούν να έχουν μια δική τους ξεκάθαρη και συνεπή πολιτική. Τη μικρή μπουρζουαζία τη χαρακτηρίζει η οικονομική της εξάρτηση και η κοινωνική της ανομοιογένεια. Το ανώτερο της στρώμα αγγίζει άμεσα τη μεγαλοαστική τάξη.  Το κατώτερο στρώμα συγχέεται με το προλεταριάτο, ακόμα πέφτει και στην κατάσταση του λούμπεν προλεταριάτου. Σύμφωνα με την οικονομική της κατάσταση η μικροαστική τάξη δεν μπορεί να έχει δικιά της πολιτική. Ταλαντεύεται πάντοτε ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους εργάτες. Το ανώτερο της στρώμα τη σπρώχνει δεξιά. Τα κατώτερά στρώματά της που καταπιέζονται και που τα εκμεταλλεύονται οικονομικά είναι ικανά μέσα σ’ ορισμένες συνθήκες να στραφούν ξαφνικά προς τ’ αριστερά. Οι αντιφατικές σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα στρώματα των «μεσαίων τάξεων», τούτες είναι που καθορίζουν πάντα τη συγχυσμένη και απόλυτα ασυνείδητη πολιτική των ριζοσπαστών κι’ έτσι προκαλούν τους δισταγμούς τους ανάμεσα στο συνασπισμό με τους σοσιαλιστές για να καταπραΰνουν τη βάση και στο εθνικό μπλοκ με την καπιταλιστική αντίδραση για να σώσουν τη μπουρζουαζία. Η ολοκληρωτική αποσύνθεση του ριζοσπαστισμού αρχίζει τη στιγμή που η μεγαλοαστική τάξη μπαίνοντας κι’ αυτή η ίδια στο αδιέξοδο δεν του επιτρέπει πια ν’ αμφιταλαντεύεται.»[5]

 

Σε μας η μεγαλοαστική τάξη μπήκε για τα καλά στο αδιέξοδο να γκρεμίσει τον μηχανισμό που έχτισε μετά το 1974 και 1981, δηλαδή το πελατειακό της κράτος μαζί με το «κοινωνικό κράτος», αλλά όχι βέβαια την κρατικοδίαιτη βιομηχανία της, σ’ αντίθεση μ’ όσα ακούμε να λέγονται. Όπως γράφει παραπάνω ο Τρότσκι, «[σ]ύμφωνα με την οικονομική της κατάσταση η μικροαστική τάξη δεν μπορεί να έχει δικιά της πολιτική. Ταλαντεύεται πάντοτε ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους εργάτες» εφόσον κι’ η ίδια δεν είναι ενιαία αλλά έχει ανώτερα και κατώτερα στρώματα. Πρώτον, σε μεγάλο βαθμό αυτή διαμορφώνει τις πολιτικές εξελίξεις. Δεύτερον, οι ταλαντεύσεις της προκαλούν μετατοπίσεις της εργατικής τάξης είτε προς τα δεξιά είτε προς τ’ αριστερά, ακόμα και με τόσο μεγάλο εύρος όσο αυτό που υπάρχει ανάμεσα στον φασισμό απ’ τη μια και την προλεταριακή επανάσταση απ’ την άλλη.

 

Με βάση αυτό το δεδομένο όταν αναφερόμαστε στο Ενιαίο Μέτωπο της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, κύρια και πρωταρχικά πρέπει να ‘χουμε υπόψη τους συμμάχους της εργατικής τάξης. Το Ενιαίο Μέτωπο της εργατικής τάξης αποτελεί ήδη μια δύσκολη υπόθεση με δεδομένο τον ρεφορμισμό και τον σεχταρισμό. Η εργατική τάξη αποτελεί τη συνεπή και σταθερή συνιστώσα. Αλλά η κατεύθυνση αυτής της συνιστώσας μετά από μια περίοδο ηττών ή σε μια περίοδο υποχώρησης, θα προσδιορισθεί από τις ταλαντεύσεις και τις μετατοπίσεις των μικρών και μεσαίων στρωμάτων της αστικής τάξης. Αν αυτά κερδηθούν από το Ενιαίο Μέτωπο θα έχουμε τη στέρεα βάση μιας συμμαχίας που μπορεί να οδηγήσει σε μια εργατική κυβέρνηση. Αν όχι, το αποτέλεσμα της ταλάντωσης μπορεί να είναι οπουδήποτε ανάμεσα στον φασισμό, τον βοναπαρτισμό ή την κάθε είδους κοινοβουλευτική δημοκρατία (μονοκομματική, πολυκομματική, μισο – βοναπαρτιστική, κ.λπ.).

 

Κατά συνέπεια το Ενιαίο Μέτωπο δεν αποσκοπεί μόνο στην ενότητα της εργατικής τάξης που σε ορισμένους φαίνεται σαν πανάκεια ειδικά όταν επιτυγχάνεται πάνω στη βάση γενικόλογων και  μινιμαλιστικών αιτημάτων των οποίων η ερμηνεία είναι ανοιχτή («λαϊκή οικονομία», «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, ΑΑΔΜ κ.λπ.). Η ενότητα της εργατικής τάξης στο Ενιαίο Μέτωπο είναι ήδη μια υπόθεση τρομερά δύσκολη, πρώτιστα λόγω του ρεφορμισμού κι’ ύστερα λόγω του σεχταρισμού. Όταν φαίνεται να επιτυγχάνεται είναι μάλλον λόγω της βαρυτικής έλξης που ασκούν οι ταλαντώσεις των μικρών και μεσαίων στρωμάτων όπως στα Ιουλιανά το 1965, στη μεταπολίτευση το 1974 και στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ το 1981, όπως επίσης και το 1989 ή την περίοδο του «εκσυγχρονισμού» και της ευθυγράμμισης του μεγάλου και μικρομεσαίου κεφαλαίου με το «πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης» που έβαλε την Ελλάδα στην ευρωζώνη κι’ επομένως επίσημα στο σύστημα της ανισόμερης και συνδυασμένης ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού και κατ’ επέκταση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.



[1]  Βλ. πχ. Ανδρέα Κλόκε, «Το ΄κίνημα των πλατειών’: η νέα ελπίδα και τα προσωρινά όριά του», Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 3, σελ. 359-.

[2]  Πρωτοβουλία για μια Αριστερή Αντιμπεριαλιστική Συνεργασία, «Για Δουλειά, Ειρήνη, Δημοκρατία, Εθνική Ανεξαρτησία», Προλεταριακή Σημαία, φ. 683.

[3]  Λ. Τρότσκι, «Το Μεταβατικό Πρόγραμμα. Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς», εκδ. Αλλαγή, Αθήνα, 1984.

[4]  Λ. Τρότσκι, «Το Μεταβατικό Πρόγραμμα».

[5]  Λ. Τρότσκι, «Που βαδίζει η Γαλλία», 9/11/1934.

να�_6�?��`�� @� �μως που κόστισε πάρα πολύ στη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού τους επόμενους μήνες.»[8]

 

 

Εδώ ίσα – ίσα είναι που το ΣΕΚ δεν κατανοεί ούτε τη φύση της ΔΗΜΑΡ ούτε βέβαια το γεγονός ότι η ρεφορμιστική αριστερά πάντα θα είναι διαθέσιμη να συμπράξει με τις επιλογές της αστικής τάξης: Όχι ασφαλώς στα πλαίσια μιας συγκυβέρνησης με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αλλά στον ρόλο της σαν «ισχυρής αντιπολίτευσης» που είναι ο μοναδικός κι’ αποκλειστικός ρόλος που διεκδικεί το ΚΚΕ για τον εαυτό του. Η Παπαρήγα το έχει πει εξάλλου ξεκάθαρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΣΥΝ δεν έχει διαφορετικό ρόλο ή διαφορετικές επιδιώξεις. Και δεν είναι βέβαια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτή που φοβάται η αστική τάξη αλλά κυρίως μια μαζική διάλυση της ρεφορμιστικής αριστεράς που μεγάλα κομμάτια της θα μπορούσαν ν’ αδρανοποιηθούν πολιτικά (κοινώς να πάνε σπίτι τους) ή να κατευθυνθούν σε κάθε λογής νέα κόμματα της αριστεράς όπως έγινε π.χ. με το ΝΑΡ. Η ισχυρή ρεφορμιστική αριστερά είναι η καλύτερη εγγύηση για την αστική τάξη που θα εφαρμόζει την πολιτική της έχοντας απέναντί της μια «ισχυρή αντιπολίτευση» που θα ρίχνει πυροτεχνήματα, θα βγάζει δεκάρικους λόγους, θα κάνει 24ωρες απεργίες μια στο τόσο κ.λπ.

 

Το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν ασφαλώς τις αυταπάτες τους:

 

«Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να δώσει τις δυνάμεις της ώστε η σημερινή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας να φτάσει μέχρι το λογικό της αποτέλεσμα. Το ιδεολογικό και πολιτικό άλμα που έχει κάνει ήδη η εργατική τάξη να γίνει και οργανωτικό πέρασμα στη πλευρά της αντικαπιταλιστικής πάλης.»

 

Αυτό το ερμηνεύει κανείς όπως θέλει. Από τον εισοδισμό στη σοσιαλδημοκρατία (με τη στενή έννοια που δίνει ο αρθρογράφος, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ κ.λπ.) μέχρι την ένταξη των έντιμων αγωνιστών της στο ενιαίο μέτωπο κι’ από εκεί σε μια επαναστατική οργάνωση της πρωτοπορείας. Αν και υπάρχουν έντιμοι αγωνιστές σε όλους τους χώρους η δική μας εκτίμηση είναι ότι το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ (μαζί φυσικά με τη ΔΗΜΑΡ και τα ΠΑΣΟΚογενή μορφώματα Κατσέλη, Δημαρά κ.λπ.) έχουν χαθεί για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Η πρόσκληση των επαναστατών μαρξιστών σε Ενιαίο Μέτωπο έχει πια την αναγκαστική συνθήκη για την αποκάλυψη του ρεφορμιστικού και προδοτικού ρόλου αυτών των κομμάτων κι’ οργανώσεων και το κάλεσμα για ένα ανεξάρτητο κόμμα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στα φτωχά λαϊκά στρώματα.

 

Τι λέει από τη μεριά της η ΑΝTΑΡΣΥΑ;

 

«Χρειάζεται να δώσουμε τη μάχη για νικήσει η ελπίδα, να ανοίξει ένας άλλος δρόμος, για την ανατροπή κάθε επίδοξου διαχειριστή της πολιτικής κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ, την αποδέσμευση από ευρώ-ΕΕ, το πέρασμα των τραπεζών στο δημόσιο με κοινωνικό έλεγχο και την αναδιανομή του πλούτου. Να μην επιτρέψουμε λοιπόν να έρθουν ξανά ενισχυμένα τα κόμματα του κεφαλαίου για να συγκυβερνήσουν προχωρώντας στις επιθέσεις. Ούτε να επικρατήσουν οι αυταπάτες ότι μπορεί η αριστερά να διαχειριστεί με δικιά της κυβέρνηση αυτό το άθλιο σύστημα[9]

 

Επομένως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αναφέρεται σε μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που θα διαχειρισθεί το καπιταλιστικό σύστημα (όπως λέει η ανακοίνωση της ΚΕ του ΕΕΚ) αλλά από την άλλη μιλά μόνο για «πέρασμα των τραπεζών στο δημόσιο με κοινωνικό έλεγχο και την αναδιανομή του πλούτου», που συνιστά στην ουσία μια κεϋνσιανή πολιτική που δεν είναι βέβαια καθόλου αντικαπιταλιστική. Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» είναι ωστόσο ένα πολύπλοκο ζήτημα. Σε άλλη ευκαιρία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γράφει:

 

« Οι «πολιτικοί άξονες» που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι εκείνο το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πλαίσιο διεκδικήσεων που πιστεύουμε ότι πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων. Είναι «πολιτικοί στόχοι» που  συγκρούονται με το κεφάλαιο, τη στρατηγική και την ιδιοκτησία του και δεν είναι «πολιτικοί στόχοι εντός του συστήματος», όπως υποστηρίζει το άρθρο[του Ριζοσπάστη, 21/3/2012, σελ. 12, ΣτΣ]. Την ίδια στιγμή, μπορούν να ενώσουν ταξικά και αγωνιστικά τους εργαζόμενους. Υποστηρίζουμε ότι στο σύνολό τους και σταθερά μπορούν να εφαρμοστούν μόνο από μια επαναστατική εξουσία και κυβέρνηση των εργαζομένων. Ωστόσο, ριζοσπαστικές κατακτήσεις μπορεί να επιβληθούν εν μέρει και σχετικά σε αστικές ή μικροαστικές κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, κάτω από το μαζικό εκβιασμό ενός ενωτικού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, με καρδιά ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα -όπως επιβλήθηκε για παράδειγμα το 8ωρο και μάλιστα σε συνθήκες μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων του παρελθόντος. […] Πουθενά δεν «βγαίνει από τα συμφραζόμενα», ούτε από την επιστολή, ούτε από τις προγραμματικές θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι απαιτείται «προφανώς μια κυβέρνηση διαχείρισης», όπως σκόπιμα διαστρεβλώνει το άρθρο του Ριζοσπάστη, επιχειρώντας να χρεώσει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά διαχειριστικές ή φιλο-ΕΕ θέσεις άλλων δυνάμεων, ευχής έργο θα ήταν η συμβολή και του ΚΚΕ στην ηγεμονία των αντικαπιταλιστικών αντιιμπεριαλιστικών και διεθνιστικών θέσεων μέσα στην Αριστερά και στο μαζικό κίνημα.»[10]

 

Θα πρέπει να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις σ’ αυτές τις διαπιστώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δόθηκαν σαν ανταπάντηση στο άρθρο του «Ριζοσπάστη» (21/3/2012). Ας ξεκινήσουμε με τη φύση των μεταβατικών αιτημάτων: «Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πλαίσιο διεκδικήσεων που πιστεύουμε ότι πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων».

 

Ως ένα βαθμό αυτό είναι σωστό αλλά δεν σημαίνει ότι το μεταβατικό πλαίσιο είναι πλήρως προσαρμοσμένο στα «συμφέροντα» των εργαζομένων και τον «συσχετισμό δύναμης» όπως τον καταλαβαίνει ο καθένας. Ο σκοπός των μεταβατικών διεκδικήσεων είναι να εκπαιδεύσουν και να διαπαιδαγωγήσουν στην κατανόηση των αντικειμενικών τάσεων της εποχής μας είτε αυτές είναι άμεσα και εμπειρικά κατανοητές είτε όχι:

 

«Η 4η Διεθνής δεν παραμερίζει σαν άχρηστο το πρόγραμμα των παλιών “μίνιμουμ” διεκδικήσεων, στο βαθμό που αυτές τουλάχιστον έχουν διατηρήσει ένα μέρος από τη ζωτική τους σημασία. Ακούραστα, υπερασπίζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργατών. Πραγματοποιεί όμως, αυτή την καθημερινή δουλειά μέσα στα πλαίσια μιας ορθής, επίκαιρης, δηλαδή επαναστατικής προοπτικής. Στο μέτρο που οι παλιές μερικές “μίνιμουμ” διεκδικήσεις των μαζών έρχονται σε σύγκρουση με τις καταστροφικές και αποσυνθετικές τάσεις του καταρρέοντος καπιταλισμού -κι αυτό συμβαίνει σε κάθε βήμα- η 4η Διεθνής προβάλλει ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που η ουσία τους βρίσκεται στο γεγονός ότι πάντα ολοένα και πιο ανοιχτά και πιο αποφασιστικά αυτές στρέφονται ενάντια στην ίδια τη βάση του αστικού καθεστώτος. Το παλιό “μίνιμουμ πρόγραμμα” το αντικαθιστά το μεταβατικό πρόγραμμα που έχει για σκοπό του τη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την προλεταριακή επανάσταση[11]

 

Σκοπός των μεταβατικών διεκδικήσεων δεν είναι να θέσουν στην ημερήσια διάταξη ένα πρόγραμμα εξουσίας όπως το αντιλαμβάνονται το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά μια σειρά μεταβατικών διεκδικήσεων που οδηγούν με λογική ακρίβεια σ’ ένα και μόνο στόχο, τη συστηματική κινητοποίηση των μαζών για την επανάσταση. Δεν είναι σκοπός των μεταβατικών διεκδικήσεων, όπως λέει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

 

«[Ε]κτίμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι η πρότασή της για μια κοινή αριστερή δράση στα πλαίσια ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής δεν «ακυρώνει στην πράξη» καμία «στρατηγική για το σοσιαλισμό» και κανενός κόμματος της Αριστεράς. Αντίθετα, δηλώσαμε ότι: «…επιβάλλει την αυτοτέλεια της κάθε ξεχωριστής δύναμης. Το ΚΚΕ μπορεί να προβάλει την προοπτική της "λαϊκής εξουσίας και οικονομίας". Ο ΣΥΡΙΖΑ, την "αριστερή προοδευτική κυβέρνηση". Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα προβάλει τη δική της προοπτική: την κοινωνική επανάσταση και τη νέου τύπου εργατική εξουσία προς το σοσιαλισμό και κομμουνισμό της εποχής μας». Η εργατική τάξη και ο λαός, μέσα από την εμπειρία των αγώνων τους, θα αποφασίσουν ποια προοπτική είναι η πιο σωστή».

 

Αν για μια στιγμή ο λαός παρασυρθεί από τον ρεφορμισμό και θεωρήσει σαν σωστό το πρόγραμμα και τις θέσεις ταχτικής του ΚΚΕ τότε αυτό το «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής» θα στραφεί ενάντια στην εργατική τάξη ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έχει δεχτεί να το ακολουθήσει στα πλαίσια της «ενότητας». Αλλά η  «ενότητα» δεν λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν λειτουργεί με την υποταγή στην  «ενότητα» των ρεφορμιστών και την ενσωμάτωση των δυνάμεων του επαναστατικού μαρξισμού σε μια «ισχυρή αντιπολίτευση» -αν και ξεκάθαρα αυτό επιδιώκει ο κεντρισμός. Όσο για τον «σοσιαλισμό και κομμουνισμό της εποχής μας», χωρίς να ξέρουμε ποιος είναι αυτός (προφανώς τα εργατικά συμβούλια και ο καθολικός σχεδιασμός της οικονομίας;) θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια μόνο χώρα, σαν την Ελλάδα αλλά αφορά την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια επανάσταση.

 

Το «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής» που πρότεινε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δηλαδή η ενότητα όλων των ρεφορμιστών και κεντριστών όπου θα καθορίζεται «ελεύθερα» ποια σοσιαλιστική ή κομμουνιστική (!) προοπτική είναι «πιο σωστή» (!) είναι ένα μεγάλο προγραμματικό σφάλμα. Δεν είναι απλά σφάλμα ταχτικής στη συγκρότηση του Ενιαίου Μετώπου, αλλά ένα μεγάλο προγραμματικό σφάλμα. Μπορεί ασφαλώς να το θεωρήσει κανείς εκλογικό κάλεσμα ή εκλογικό πυροτέχνημα ανάλογα με το πόσο φιλύποπτος είναι, αλλά αυτό καθορίζει με τη σειρά του τα ίδια τα μεταβατικά αιτήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που περιορίζονται στα όρια της κεϋνσιανής διαχείρισης όσο κι’ αν διατείνεται το αντίθετο.

 

Περιορίζεται όπως είδαμε στην εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και την «αναδιανομή» του πλούτου. Δεν θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς αστούς οικονομολόγους που συμφωνούν με μια τέτοια οικονομική πολιτική. «Ναι, αλλά αυτό δεν είναι στα όρια του συστήματος και πρέπει να γίνει τόσο με κοινοβουλευτικά όσο και επαναστατικά μέσα» θ’ αντιπροτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μια τέτοια άποψη μπορεί ν’ αλλάξει πολύ γρήγορα στην περίπτωση που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γνωρίσει μια σημαντική εκλογική άνοδο (ας πούμε της τάξης του 3 – 4%) και συνεργασθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ σ’ έναν «νέο σχηματισμό» που θ’ απευθύνει καλέσματα ενότητας στο «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής» που θα είναι, όπως λέει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό. Τι σημαίνει όμως αντικαπιταλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό; Δεν είναι ο ιμπεριαλισμός η ανώτατη φάση του καπιταλισμού που ζούμε σήμερα; Μήπως ο «αντιιμπεριαλιστικός» χαρακτήρας του μετώπου είναι μια αναφορά στο παλιότερο ΑΑΔΜ του ΚΚΕ; Μήπως είναι μια αρχική αφετηρία για να μετατοπισθεί τελικά ο κεντρισμός προς τα δεξιά; Αυτή δεν είναι μια νέα τάση του κεντρισμού αλλά κρατάει ήδη από την εποχή του «Σπόρτινγκ».

 

Την τότε στάση του ΕΕΚ να μη συμμετέχει στις παραπέρα διαδικασίες που είχε ξεκινήσει το ΣΕΚ την είχαμε προβλέψει και την είχαμε, σαν συνέπεια, επικροτήσει. Η άποψη των επαναστατών μαρξιστών ήταν τότε ότι οι διεργασίες «ενότητας» πρέπει να είναι πάνω σε μια βάση αρχών όπως εξειδικεύονται από τη συγκεκριμενοποίηση του Μεταβατικού Προγράμματος στις σημερινές συνθήκες. Αυτό έχει μεγάλη απόσταση από το να θεωρήσει κανείς το μεταβατικό πρόγραμμα διεκδικήσεων ότι «πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων». Η ορολογία αυτή σημαίνει ό,τι θέλεις, δεν είναι ξεκάθαρη και μπορεί να προσαρμοσθεί πολύ εύκολα προς το μίνιμουμ πρόγραμμα, το ΑΑΔΜ του ΚΚΕ, το «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» του μ-λ χώρου, κ.λπ. Τα μεταβατικά αιτήματα πρέπει να οδηγούν καθαρά και ξάστερα στον στόχο της επανάστασης. Δεν υπάρχει καμιά άλλη δυνατή επιλογή. Στο ίδιο κείμενο, η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γράφει:

 

«Επίσης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν προτείνει ένα «ενιαίο πολιτικό κέντρο», όπως αναφέρει το άρθρο. Προτείνει ένα «δημοκρατικό, πολυτασικό αλλά πάνω από όλα ενιαίο κέντρο πάλης» του ταξικού μαζικού κινήματος  «για τον πολύμορφο, πολύχρονο και περίπλοκο αγώνα κατά της επίθεσης». Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί «στρατηγική συμφωνία διεξόδου», όπως ισχυρίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ. Προϋποθέτει όμως, σταθερή κοινή δράση των αριστερών και ταξικών δυνάμεων και πράγματι, ένα ορισμένο, κατώτατο επίπεδο «δεσμεύσεων», το οποίο είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε

Τι είναι αυτό το κατώτατο επίπεδο «δεσμεύσεων» που είναι μάλιστα σε εισαγωγικά; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλά για σύγκρουση με την ΕΕ – ευρωζώνη. Το ΚΚΕ παρά τις ταξικές κορώνες και τα πυροτεχνήματα είναι ξεκάθαρο ότι δεν τα βλέπει σαν αιτήματα ή «δεσμεύσεις» (εδώ δικαιολογούνται τα εισαγωγικά!) αλλά σαν μέτρα που θα λάβει η «λαϊκή εξουσία και οικονομία». Μιλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για κινητή κλίμακα ωρών ώστε να δουλεύουν όλοι με τον ίδιο, ανώτερο από τον σημερινό μισθό; Έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή κάποιος άλλος μεταβατικά αιτήματα για την ανεργία, τα φτώχεια, την οργάνωση από κοινού των εργαζόμενων και των ανέργων σε κοινές πολιτικές επιτροπής δράσης με σκοπό τη διεξαγωγή της Γενικής Πολιτικής Απεργίας; Μιλά κάποιος για Συντακτική Συνέλευση; Αναφέρθηκε κάποιος στην επέκταση του αγώνα της Χαλυβουργίας σε άλλα εργοστάσια για την μετατροπή της πάλης σε πολιτική πάλη με άξονα τις εργοστασιακές επιτροπές;

 

«Από τη στιγμή που κάνει την εμφάνισή της η επιτροπή, μια αληθινή δυαδική εξουσία εγκαθιδρύεται μέσα στο εργοστάσιο. Από την ίδια της την ουσία, αντιπροσωπεύει τη μεταβατική κατάσταση, γιατί κλείνει μέσα της δύο ασυμφιλίωτα καθεστώτα: το καπιταλιστικό καθεστώς και το προλεταριακό καθεστώς. Η βασική σημασία των εργοστασιακών επιτροπών βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι ανοίγουν τις πόρτες, αν όχι σε μια άμεσα επαναστατική, τουλάχιστον σε μια προεπαναστατική περίοδο ανάμεσα στο αστικό και στο προλεταριακό καθεστώς. Το ότι η προπαγάνδα του συνθήματος των εργοστασιακών επιτροπών δεν είναι ούτε πρόωρη ούτε τεχνητή, αποδεικνύεται πλέρια από τα κύματα των καταλήψεων των εργοστασίων που απλώνονται στις διάφορες χώρες. Νέα κύματα αυτού του τύπου θα είναι αναπόφευκτα στο άμεσο μέλλον. Χρειάζεται ν’ αρχίσουμε μια καμπάνια για εργοστασιακές επιτροπές έγκαιρα για να μη μας βρει απροετοίμαστους η κατάσταση[12]

 

Η κατάσταση, φυσικά, μας βρήκε απροετοίμαστους. Σε τέτοιο βαθμό που το ΠΑΜΕ δεν είχε τ’ αντανακλαστικά να πετάξει έξω τη Χρυσή Αυγή από τη Χαλυβουργία. Αν η «επαναστατική αριστερά» είχε τα σωστά αντανακλαστικά θα έπρεπε να είχε παρέμβει συντονισμένα, δηλαδή ενιαιομετωπικά αντί ν’ αφήνει το Ενιαίο Μέτωπο στη νεφελώδη σφαίρα των θεωρητικών συζητήσεων.

 

Συμπερασματικά: Γιατί Κριτική στήριξη στο ΚΚΕ;

 

Μπορεί να πει κανείς ότι η στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξακολουθεί στην πράξη να είναι κεντριστική, στους ίδιους βασικούς άξονες που κινήθηκε το ΣΕΚ στο «Σπόρτινγκ». Δεν είναι τυχαίο που σε αφίσα της έχει το σύνθημα «ψωμί – παιδεία – ελευθερία». Η στάση της είναι ξεκάθαρα πολυσυλλεκτική και αποσκοπεί σε μια συμφωνία κορυφών.

 

Ο μ-λ χώρος κινείται προγραμματικά σε επίπεδα πολύ κατώτερα των περιστάσεων στη βάση ενός «αντιιμπεριαλιστικού μετώπου» που βρίσκεται στα δεξιά της παλιότερης στρατηγικής του ΑΑΔΜ του ΚΚΕ. Το ΕΕΚ δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο σε σχέση με τα μεταβατικά αιτήματα της περιόδου και φαίνεται να θεωρεί ότι η σύγκρουση με την ευρωζώνη πρέπει να είναι το αποτέλεσμα του πραγματικά μεταβατικού αιτήματος της διαγραφής του χρέους με άμεσα σοσιαλιστικά μέτρα. Με την έννοια αυτή βάζει το κάρο μπροστά από τ’ άλογο, όταν είναι ξεκάθαρο ότι τα σοσιαλιστικά μέτρα της εργατικής εξουσίας είναι ο στόχος των μεταβατικών αιτημάτων. Σε σχέση μ’ αυτόν τον στόχο ζυγιάζονται τα μεταβατικά αιτήματα και όχι πως φαίνονται με «ανάλογα» (στην πραγματικότητα, εντελώς άσχετα) μέτρα που προτείνει η δεξιά ή η ακροδεξιά (Χρυσή Αυγή, ΕΠΑΜ Καζάκη, Καμμένος κ.λπ.).

 

Η ΟΚΔΕ παρά το γεγονός ότι βάζει τα σωστά μεταβατικά αιτήματα, ανάμεσά τους και τη Συντακτική Συνέλευση, τα εντάσσει ταυτόχρονα στα πλαίσια μιας αντιιμπεριαλιστικής, αντιχουντικής και αντι-δοσιλογικής αντίληψης που δείχνει ότι έχει εντελώς λαθεμένη αντίληψη για τη σημερινή κατάσταση και απλά υιοθετεί τα τυπικά μεταβατικά αιτήματα της 4ης Διεθνούς. Η διατύπωση των μεταβατικών αιτημάτων της ΟΚΔΕ είναι ωστόσο πιο προωθημένη σε σχέση με το ΕΕΚ. Και οι δυο οργανώσεις καταλήγουν ότι το πρόγραμμα είναι ζητούμενο, πράγμα που είναι θεμελιακά εσφαλμένο.

 

Το αίτημα της Συντακτικής Συνέλευσης είναι κεντρικό, θεμελιακό και συνοψίζει όλα τ’ άλλα μεταβατικά μ’ έναν θετικό, συγκεκριμένο και κατανοητό τρόπο. Δεν δίνει μόνο απάντηση στο κοινό αίτημα για κάθαρση της διαφθοράς και ολοκληρωτική συντριβή του αστικού πολιτικού σκηνικού που στήθηκε μετά την μεταπολίτευση κι’ αποτελεί σήμερα παλλαϊκό αίτημα. Παρέχει επίσης τη βάση για να τεθούν όλα τα υπόλοιπα μεταβατικά αιτήματα πάνω σε μια πολιτική βάση, αποκτώντας με τη σειρά τους εξίσου λογικό, καθαρό και ευκολονόητο χαρακτήρα στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Στο ερώτημα ποια νέα πολιτική χρειαζόμαστε η απάντηση είναι πραγματικά  μια Συντακτική Συνέλευση, εκλεγμένη από τους αντιπροσώπους του λαού, άμεσα ανακλητούς και υπόλογους και με αμοιβή ίση με τη μέση αμοιβή του εξειδικευμένου εργάτη. Τα καθήκοντα και το νομοθετικό έργο της Συντακτικής Συνέλευσης θα πρέπει να προπαγανδισθούν από τους επαναστάτες μαρξιστές και δεν μπορεί να είναι άλλα από τα αιτήματα του Μεταβατικού Προγράμματος.

 

Το αίτημα της Συντακτικής Συνέλευσης θα έπρεπε να είχε προπαγανδισθεί πολύ νωρίτερα από την επαναστατική αριστερά. Φυσικά σε όσους το «ξέχασαν» θα ήταν σφάλμα να δοθεί ψήφος στις εκλογές της 6ης Μάη. Για να φτάσουμε στο αίτημα αυτό, αντίστροφα αυτή τη φορά, τα υπόλοιπα μεταβατικά αιτήματα θα έπρεπε να είχαν προπαγανδισθεί με τον σωστό τρόπο και με τη σωστή έμφαση. Μετά τις δημοτικές εκλογές αυτό το ξέχασαν όλες οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς αν και αποτελούσε ζήτημα αιχμής, ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Μ’ αυτή την έννοια η αξιόλογη παρουσία της επαναστατικής αριστεράς στις δημοτικές εκλογές παρέμεινε στα επίπεδα της καταγραφής χωρίς ουσιαστική παραπέρα δράση. Τι γίνεται για παράδειγμα σήμερα στην Κερατέα; Στη Χαλυβουργία; Στις απεργίες της ΠΝΟ; Ποιος είναι ο απολογισμός από τη «δράση στις γειτονιές»; Ποιος είναι, επίσης, ο απολογισμός από τον εισοδισμό στον ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ απ’ ορισμένες οργανώσεις με αναφορά στον τροτσκισμό;

 

Η σύμπραξη με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων θ’ αποτελούσε μια πολύ θετική εξέλιξη και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε μια κριτική βάση αλλά αυτό δεν έγινε δυνατόν, εν μέρει γιατί οι εκλογές αυτές προσφέρουν μια ιδανική ευκαιρία για καταγραφή δυνάμεων και εν μέρει λόγω διάφορων πλευρών του «κομματικού πατριωτισμού». Οπωσδήποτε πρέπει ν’ αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία η ταυτόχρονη κάθοδος δυο τροτσκιστικών οργανώσεων (ΕΕΚ και ΟΚΔΕ) στις εκλογές,  χαρακτηριστικό δείγμα όχι μόνο του δυσνόητου και καταστροφικού σεχταρισμού αλλά κυρίως του σεχταρισμού εκείνου που είναι συνέπεια της έλλειψης σύνδεσης ή της ελλιπούς σύνδεσης με μια Ευρωπαϊκή ή παγκόσμια οργάνωση. Η επιλογή ψήφου ανάμεσα στις δυο τεταρτοδιεθνιστικές οργανώσεις δεν έχει κανένα νόημα, εφόσον και οι δυο γνωρίζουν καλά το Μεταβατικό Πρόγραμμα, τουλάχιστον σε τέτοιον βαθμό ώστε να ξέρουν ότι η αυτόνομη κάθοδός τους είναι κωμικοτραγική (αν όχι απλώς κωμική). Η στήριξη, επομένως, ευρύτερων σχηματισμών όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα ήταν προτιμότερη στην κατεύθυνση α) της ενότητας των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς και β) του φρονηματισμού των σεχταριστών που τουλάχιστον θα μπορούσαν να είχαν συμπράξει μεταξύ τους.

 

Ωστόσο η πολιτική συμπεριφορά των επαναστατών μαρξιστών γίνεται με βάση ένα και μόνο κριτήριο: Τι συμφέρει την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή εργατική τάξη στον αγώνα της ενάντια στον καπιταλισμό. Το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΣΕΚ) είναι κεντριστικό κι’ εύκολα θα κατευθυνθεί προς τα δεξιά μετά από μια ενδεχόμενη εκλογική ενίσχυση. Το πρόγραμμα του ΕΕΚ είναι θολό και συγχυσμένο κάτω από την επίδραση ενός λανθασμένα κατανοημένου «διεθνισμού» σχετικά με το νόμισμα και τις αντιφάσεις που προκαλούνται από ορισμένες τοποθετήσεις του ΕΠΑΜ – Καζάκη και άλλων εθνικιστών. Η στάση της ΟΚΔΕ έχει το γενικό περίγραμμα του μ-λ χώρου με ορισμένα σωστά μεταβατικά αιτήματα. Δεν είναι σαφές αν το περίγραμμα ή τα μεταβατικά αιτήματα είναι το κυρίαρχο στο πρόγραμμα της ΟΚΔΕ που –όπως και στην περίπτωση του ΕΕΚ- αποτελούν ζητούμενα για μετά τις εκλογές!

 

Αρκετές δυνάμεις δείχνουν να «ταλαιπωρούνται» ιδεολογικά σχετικά με το ζήτημα της αποχώρησης από την ευρωζώνη. Ορισμένοι σοφιστές[13] μας λένε: Αν η επανάσταση ξεσπάσει και στην υπόλοιπη Ευρώπη το ζήτημα του νομίσματος δεν τίθεται. Αν όχι τότε μια ενδεχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα εκφυλισθεί όπως η Οχτωβριανή επανάσταση! Τέτοιοι σοφιστές άδικα κουράζονται με το ζήτημα του νομίσματος και της αποχώρησης ή μη από την ευρωζώνη. Αν οι εξελίξεις στην Ελλάδα οδηγήσουν σε μια ισχυρή Αριστερά που θα τεθεί τότε μπροστά στις ιστορικές της ευθύνες, οι επαναστάτες μαρξιστές θα οργανώσουν την πάλη τους όπως και πριν γύρω από το Μεταβατικό Πρόγραμμα και την αναγκαιότητα της Συντακτικής. Η παραμικρή διολίσθηση της Ελλάδας προς τ’ αριστερά θα δώσει στην ΕΕ την ευκαιρία να διώξει την Ελλάδα απ’ το ευρώ. Η νίκη ή ενίσχυση της Αριστεράς δεν θα μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο με μια σχεδόν ταυτόχρονη εξέλιξη στον Ευρωπαϊκό νότο, και σε δεύτερη φάση στη Γαλλία και στη Γερμανία μαζί με το βάθεμα της ενίσχυσης της Αριστεράς στην Ελλάδα στο πεδίο των ταξικών αγώνων. Στο βαθμό που θα σπάσει ο αδύναμος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στην Ελλάδα. στον βαθμό  που θα βαθύνουν οι ταξικοί αγώνες και θ’ ανοίξει η προοπτική της εργατικής εξουσίας, η νίκη των αγώνων θα προκαλέσει αλλά ταυτόχρονα θα εξαρτηθεί από την εξέγερση της εργατικής τάξης στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό νότο ώστε να καταρρεύσει το ευρώ σαν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, όχι σαν αποτέλεσμα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο νομισματικό και τραπεζικό σύστημα (σαν αποτέλεσμα της υπερσυσσώρρευσης του κεφαλαίου) που θ’ αφορά την επόμενη κρίση του καπιταλισμού αν η εργατική τάξη δεν αντιδράσει άμεσα.

 

Είναι σαφές ότι σ’ αυτές τις εκλογές οι επαναστάτες μαρξιστές δεν μπορούν παρά να έχουν μια κριτική στάση στήριξης ορισμένων δυνάμεων. Η δική μας εκτίμηση είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΕΕΚ και η ΟΚΔΕ δεν πληρούν στο ακέραιο τις προϋποθέσεις εκείνες που θα έθετε το Μεταβατικό Πρόγραμμα εξειδικευμένο, όπως αναλύσαμε, στις σημερινές συνθήκες. Η εκλογική ενίσχυση της κεντριστικής ΑΝΤΑΡΣΥΑ / ΣΕΚ θα οδηγήσει, όπως εκτιμούμε, σε μια δεξιόστροφη πορεία προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, σε κεντρικό και οργανωτικό επίπεδο. Ούτε όμως η ενίσχυση των ΕΕΚ και ΟΚΔΕ παρέχει τις προϋποθέσεις εκείνες που είναι απαραίτητες για να βαθύνουν οι ταξικοί αγώνες και ν’ ανοίξει η προοπτική της εργατικής εξουσίας πρώτα στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην Ευρώπη με πρώτη φάση τον Ευρωπαϊκό νότο.

 

Από την άποψη αυτή οι επαναστάτες μαρξιστές δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσφέρουν κριτική στήριξη στους συνδυασμούς του ΚΚΕ, έχοντας πλήρη γνώση του ρεφορμιστικού χαρακτήρα του και των παλινωδιών στις οποίες θα πέσει. Παρόλα αυτά η εκτίμησή μας είναι ότι η ενίσχυση του ΚΚΕ θ’ ανοίξει ως ένα βαθμό και σε τελική ανάλυση τον δρόμο για μια ταξική αντεπίθεση των εργαζομένων μαζί με την ενίσχυση των δυνάμεων της επανάστασης. Επομένως, η στήριξη του ΚΚΕ είναι σήμερα η καλύτερη προϋπόθεση για την ουσιαστική στήριξη των δυνάμεων της «αντικαπιταλιστικής» και «επαναστατικής αριστεράς». Η άμεση εκλογική τους στήριξη θα οδηγήσει στη διαιώνιση του σεχταρισμού χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στους αγώνες της εργατικής τάξης. Από την άλλη μεριά η ενίσχυση του ΚΚΕ μπορεί να οδηγήσει στον αντίποδα του σχεδιασμού του να γίνει «ισχυρή αντιπολίτευση» και να φέρει ολόκληρη την Αριστερά μπροστά στις ευθύνες της ενώ ταυτόχρονα θα στείλει το σωστό μήνυμα του ταξικού αγώνα στην Ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Αν η Ευρωπαϊκή εργατική τάξη σταθεί στο ύψος των περιστάσεων τότε ανοίγει ο δρόμος για μια σοσιαλιστική αλλαγή και στην Ελλάδα κάτω από τις καταιγιστικές εξελίξεις που θ’ ακολουθήσουν. 

 

Για τους επαναστάτες μαρξιστές η έμμεση καταψήφιση των δυο τροτσκιστικών οργανώσεων που κατέρχονται στις εκλογές, το ΕΕΚ και την ΟΚΔΕ, δεν γίνεται με ελαφριά καρδιά. Η κοινή τους κάθοδος, μαζί με άλλους αγωνιστές του χώρου θ’ αποτελούσε μια μεγάλη ευκαιρία για την επανασύσταση της 4ης Διεθνούς στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η επανασύσταση της 4ης Διεθνούς αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την οικοδόμηση του κόμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο σεχταρισμός των επιμέρους οργανώσεων, που πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη σύνδεσης ή την ανεπάρκεια σύνδεσής του με μια ισχυρή 4η Διεθνή[14] και η ανεπάρκεια των δυνάμεων της 4ης Διεθνούς σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ο αποφασιστικός παράγοντας που ευθύνεται για την προγραμματική και ταχτική αδυναμία των εθνικών οργανώσεων.

 

Μπροστά στους μεγάλους ταξικούς αγώνες που προοιωνίζονται η επανασύσταση της 4ης Διεθνούς στη βάση της ενοποίησης των περισσότερων οργανώσεων με αναφορά στον τροτσκισμό και τον επαναστατικό μαρξισμό, αποτελεί μια τεράστια αναγκαιότητα. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς του 1938 παραμένει και σήμερα το θεμελιακό εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους οι επαναστάτες μαρξιστές για να αναλύσουν, να κατανοήσουν και ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Χωρίς τις αναλύσεις και τις τεράστιες συνεισφορές του Τρότσκυ στον μαρξισμό, δεν θα είχαμε σήμερα καμιά δυνατότητα να οργανώσουμε την εργατική πρωτοπορεία και να βασίσουμε ένα νέο παγκόσμιο κόμμα πάνω στις σωστές θεωρητικές βάσεις, τόσο ταχτικά όσο και στρατηγικά. Η επανασύσταση της 4ης Διεθνούς δεν μπορεί παρά να γίνει πάνω στη βάση του Μεταβατικού Προγράμματος της 4ης Διεθνούς του 1938, με τις απαραίτητες εξειδικεύσεις και συγκεκριμενοποιήσεις, π.χ. στους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, των νομισματικών ενώσεων του ιμπεριαλισμού, της αλληλεπίδρασης του χρηματιστικού και παραγωγικού κεφαλαίου κ.λπ. Αυτές οι συγκεκριμενοποιήσεις έχουν ήδη βαθιές ρίζες στην υπάρχουσα λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού και στο ίδιο το Κεφάλαιο. Άλλες εξειδικεύσεις και συγκεκριμενοποιήσεις αφορούν την οικολογία, τον ρόλο του διαδικτύου, τις εθνικές πολιτικές στα συνδικάτα και το Ενιαίο Μέτωπο κ.λπ.

 

Η αδυναμία πολλών εθνικών οργανώσεων της 4ης Διεθνούς τις οδήγησε κατά καιρούς να γίνουν «ουρά» σε διάφορα εθνικιστικά κινήματα που θεωρήθηκαν λανθασμένα σαν μια συγκεκριμένη έκφραση της διαρκούς επανάστασης ή της ανισόμερης και συνδυασμένης ανάπτυξης σε σχέση με την διαρκή επανάσταση. Αυτά τα σφάλματα θα πρέπει ν’ αναλυθούν. Οφείλονται τόσο στην αδυναμία της 4ης Διεθνούς σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στις πολύπλοκες ταξικές σχέσεις στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής ή της Μέσης Ανατολής. Δεν έγινε π.χ. κατανοητό ότι μια μικρομεσαία κατά βάση αστική τάξη καθοδήγησε αυτές τις επαναστάσεις για τους δικούς της αντικειμενικούς σκοπούς και είδε στην εκφυλισμένη ΕΣΣΔ ένα πρότυπο για την επιβολή του ηγεμονικού της ρόλου πάνω στην οικονομία και την κοινωνία. Η συμμετοχή της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων έστρεψε πολλές οργανώσεις της 4ης Διεθνούς σε λάθος κατεύθυνση και δεν είδαν την ορθή εφαρμογή της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης: Χωρίς την οργάνωση της εθνικής εργατικής πρωτοπορείας σ’ ένα παγκόσμιο κόμμα η νίκη της αστικοδημοκρατικής – αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης είναι αδύνατη και θα εκφυλισθεί σε καταπιεστικά ή στρατοκρατικά καθεστώτα με την υποστήριξη της μικρομεσαίας και μεγάλης αστικής τάξης που δεν έχει καμιά πρόθεση να φέρει την αστικοδημοκρατική επανάσταση στο λογικό της όριο, την σοσιαλιστική επανάσταση και τη δικτατορία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

 

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυταπάτες σχετικά με τα καθεστώτα Τσάβεζ στη Βενεζουέλα ή τα καθεστώτα στη Βολιβία και Βραζιλία. Όχι όσο παλιότερα φυσικά κι’ αυτό αποτελεί παρήγορο γεγονός αλλά υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις τροτσκιστών που παρασύρθηκαν κι’ εξακολουθούν να παρασύρονται. Ασφαλώς δεν είναι τροτσκιστές, όπως θα συμφωνούν πολλές δυνάμεις της  4ης Διεθνούς.

 

Όταν είπαμε ότι η Ευρώπη κα  η εργατική της τάξη κοιτάζουν μ’ ενδιαφέρον τι γίνεται στην Ελλάδα αυτό αφορά επίσης και τη συγκρότηση ενός νέου εργατικού κόμματος έξω απ’ τα παραδοσιακά πλαίσια της διαφθοράς, της εκλογικής πελατείας και της υποκρισίας των αστικών κομμάτων. Όταν οι επαναστάτες μαρξιστές θεωρούν σαν κυρίαρχο το μεταβατικό αίτημα της Συντακτικής Συνέλευσης, θα ήταν παράδοξο να μην το εφαρμόσουν πρώτα απ’ όλα στον δικό τους χώρο με μια Ευρεία Συνέλευση των οργανώσεων και αγωνιστών της  4ης Διεθνούς. Αν υπάρξει στην Ελλάδα μια Συντονιστική Επιτροπή  της 4ης Διεθνούς που θα προσπαθήσει να ενοποιήσει τις δυνάμεις της, αυτό θα έχει επίδραση στον Ευρωπαϊκό χώρο και παγκόσμια. Οι επιμέρους εθνικές επιτροπές θα μπορούσαν να συγχωνευθούν σε μια Παγκόσμια Συντονιστική Επιτροπή της 4ης Διεθνούς με σκοπό την ανασυγκρότηση του Παγκόσμιου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Η συνεννόηση έχει φυσικά ν’ αντιμετωπίσει πολλά τεχνητά εμπόδια και αρκετές σεχταριστικές δυσκολίες αλλά οι αγώνες των εθνικών τμημάτων θα είναι σε μεγάλο βαθμό ανώφελοι χωρίς ένα παγκόσμιο συντονιστικό όργανο όπως ήταν στον καιρό της η 3η Διεθνής. Η αναγκαιότητα μιας ανασυγκροτημένης 4ης Διεθνούς είναι σήμερα επιβεβλημένη από τα πράγματα: Χωρίς κεντρικό συντονισμό η πάλη των εθνικών τμημάτων θα γίνεται στα τυφλά, πολλές φορές στη βάση της υποκειμενικά νοούμενης «καθαρότητας των αρχών» χωρίς κανενός είδους συναίσθηση των πραγματικών προτεραιοτήτων της πάλης της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Στην Ευρώπη για παράδειγμα, η ταξική πάλη στην Ελλάδα αποκτά μια τεράστια σημασία. Κάτω από το βάρος των άλυτων αντιφάσεων του καπιταλισμού είναι πολύ πιθανό το ευρώ να καταρρεύσει στο απροσδιόριστο μέλλον. Αλλά αυτό δεν είναι το πραγματικό ζήτημα για την ταχτική και στρατηγική των επαναστατών μαρξιστών. Χωρίς τη συντονισμένη πάλη της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης μια τέτοια προοπτική αναφέρεται μόνο στο απροσδιόριστο μέλλον, δηλαδή ποτέ. Είναι η συντονισμένη δράση των εθνικών τμημάτων της Διεθνούς που θα οργανώσει την Ευρωπαϊκή πρωτοπορεία και θα προσπαθήσει να φέρει με το μέρος της ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης στη βάση των μεταβατικών αιτημάτων και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.

 

Η δική μας εκτίμηση είναι ότι καμιά οργάνωση και πολύ περισσότερο καμιά Διεθνής δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο στη βάση του πλουραλισμού αλλά και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Σε πρώτη φάση, οι διαφορετικές εθνικές συνιστώσες ή τα διαφορετικά εθνικά τμήματα μιας Παγκόσμιας Συντονιστικής Επιτροπής της 4ης Διεθνούς, δεν μπορούν να λειτουργήσουν στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Οι σεχταριστικές αντιλήψεις ή οι αμοιβαίες αντιπάθειες είναι πολύ βαθειές για να ξεπερασθούν στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Εξάλλου μια Συντονιστική Παγκόσμια Επιτροπή είναι μόνο η αρχή. Ο στόχος είναι η ίδια η 4η Διεθνής αλλά μια Συντονιστική Επιτροπή πρέπει να ανέχεται τις διαφορετικές τάσεις και απόψεις.

 

Αλλά οι διαφορετικές τάσεις και απόψεις, οι οποίες συνήθως καταλήγουν σε διαφορετικές ταχτικές, πρέπει κάποτε να κάνουν τον απολογισμό τους, με ειλικρίνεια και θάρρος. Μια διαφορετική ταχτική δεν είναι δυνατόν να χρειάζεται 10 ή 20 χρόνια για να κάνει τον απολογισμό της. Στην πράξη, πολλές φορές δεν υπάρχει σωστή και λαθεμένη ταχτική a priori. Διάφορες ταχτικές πρέπει να δοκιμασθούν αλλά ο απολογισμός της δράσης σε εύλογο χρονικό διάστημα –τέτοιο ώστε να μην ακυρώνει την παρέμβαση της οργάνωσης σαν σύνολο– πρέπει  να πραγματοποιείται. Επομένως μια «πολυτασική» Συντονιστική Επιτροπή φαίνεται αναπόφευκτη σε πρώτη φάση. Το ζήτημα είναι οι ταχτικές να πατάνε γερά στο Μεταβατικό Πρόγραμμα προκειμένου να ξεπερασθούν οι αδυναμίες των εθνικών Επιτροπών και της ίδιας της Παγκόσμιας Συντονιστικής Επιτροπής.

 

Η πολυδιάσπαση στον χώρο της 4ης Διεθνούς δεν μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί με άλλον τρόπο. Υπάρχουν φυσικά απόψεις που δεν μπορούν να συμβιβασθούν με το πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς όπως π.χ. η αυτοδιάλυση στο Γαλλικό NPA, ο «οικοσοσιαλισμός», κ.λπ. Αυτές οι απόψεις προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή απομόνωση μεγάλων τμημάτων της Διεθνούς και την τάση τους να προσαρμοσθούν στα «νέα δεδομένα». Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι σπάνια έχει κανείς ν’ αντιμετωπίσει πραγματικά «νέα δεδομένα» στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ακόμη και η Ελληνική χρεωκοπία και τα καθήκοντα που έθεσε επιτακτικά μπροστά στους επαναστάτες μαρξιστές, δεν αποτελεί καθόλου «νέο δεδομένο». Ασφαλώς, ολόκληρη η αριστερά πιάστηκε απροετοίμαστη. Το ΚΚΕ π.χ. άλλαξε τις θέσεις του περί διαγραφής του χρέους και έξοδο από την ευρωζώνη (έστω με τη «δέσμευση» της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας). Η Δεξιά από «μνημονική» αναγκάστηκε να στραφεί σε «αντιμνημονιακές» θέσεις πρώτα ανοιχτά και μετά συγκαλυμμένα πίσω από το μίγμα μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε σε «αντιμνημονιακές» θέσεις αλλά υπέρ της ευρωζώνης! Οι εθνικιστές και η ακροδεξιά κινούνται θολά στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στο ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, στα λόγια.

 

Το PSI διέσωσε τις ξένες κι’ ελληνικές τράπεζες αλλά όχι τ’ ασφαλιστικά ταμεία: Από καιρό είχαμε προειδοποιήσει πως το δημόσιο χρέος σ’ ένα σημαντικό του ποσοστό είναι εσωτερικό και όχι εξωτερικό. Κατά τα άλλα πολλές δυνάμεις της αριστεράς είδαν την ευκαιρία να πισωγυρίσουν στο ΑΑΔΜ του ΚΚΕ και το «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» δίχως να κατανοούν ότι ο αδύναμος κρίκος μπορεί να σπάσει στην Ελλάδα και να προκαλέσει την ανατροπή του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Αντί γι’ αυτό είδαν μόνο δοσίλογους, χούντα, αποικία και θεώρησαν καλό να συγκινήσουν με το παλιό «ψωμί – παιδεία – ελευθερία» σαν να ήταν αναγκαία όχι μια σοσιαλιστική αλλά αντίθετα μια αστικοδημοκρατική προοπτική, πισωγυρίζοντας στα λαϊκά μέτωπα και τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ που οδήγησαν στο σύμφωνο Σκλάβαινα – Σοφούλη κι’ από εκεί κατευθείαν στον εκφυλισμό του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, τα Δεκεμβριανά του 1944 και την αποτυχία της πάλης του ΔΣΕ (1946 – 1949).

 

Η αστικοδημοκρατική αυταπάτη σήμερα δεν είναι απλά παραπλανητική αλλά επικίνδυνη εφόσον τείνει να φέρει τα λαϊκά στρώματα κοντά στον εθνικισμό τύπου Καζάκη – Καμμένου – ΛΑΟΣ. Σ’ αυτή την αυταπάτη συνεισφέρουν θελητά ή αθέλητα όσοι μιλούν για «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» ξεχνώντας τη «δική μας» ιμπεριαλιστική αστική τάξη που απλά τη θεωρούν δωσίλογη τύπου Τσολάκογλου – Κουίσλινγκ. Με μια τέτοια πολιτική σπρώχνουν πραχτικά τα λαϊκά στρώματα όχι στο δικό τους «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» αλλά στις πιο δυναμικές και καθαρές εκφράσεις του, εκείνες του «εθνικού μετώπου» της ακροδεξιάς και των φασιστών.

 

Από τη μεριά τους οι νεοναζί και φασίστες τύπου Χρυσής Αυγής έχουν προσαρμοσθεί και ξέρουν ν’ αντλούν εκλογικό δυναμικό από το ΛΑΟΣ και τη ΝΔ. Έχουν καταργήσει τον φασιστικό χαιρετισμό σε δημόσιες εκδηλώσεις, κρύβουν τα πρόσωπά τους στις φωτογραφίες που αναρτούν εφόσον δεν είναι παρά μια ασήμαντη ομάδα, έχουν καταργήσει τον αγκυλωτό σταυρό και τα παράγωγά του και δίνουν έμφαση στον «ελληνικό εθνικισμό». Ενισχύονται μόνο γιατί έχουν μια σκληρή γραμμή απέναντι στους μετανάστες και λένε ανοιχτά «να ξεβρωμίσει η Ελλάδα». Απομένει να δούμε την εκλογική τους επιρροή την 6η Μάη αλλά είναι σαφές ότι η αστική τάξη τους αντιμετωπίζει με συμπάθεια και θα κάνει τα πάντα να τους προωθήσει αφού ξέρει καλά ότι κανένα από τα αντιμνημονιακά τους αιτήματα δεν το παίρνουν στα σοβαρά.

 

Παίρνει άραγε στα σοβαρά το ΚΚΕ κανένα από τα αντιμνημονιακά του αιτήματα; Μόνον ενόσω είναι αντιπολίτευση. Δώστε του την κυβέρνηση και θα την εγκαταλείψει τρέχοντας την ίδια ώρα αφού δεν θα θέλει να έχει τίποτε να κάνει με τον καπιταλισμό! Ούτε καν να τον ανατρέψει με ειρηνικά, κοινοβουλευτικά μέσα! Από την εποχή της 6ης Ολομέλειας του 1934 η γραμμή του κόμματος αυτού είναι η ίδια προδοτική πολιτική: Συμπαράταξη και «λαϊκό μέτωπο» με όλες τις αστικές «δημοκρατικές» τότε και «προοδευτικές – αντιμνημονιακές» δυνάμεις σήμερα. Η γραμμή αυτή δεν αλλάζει. Μόνο του το ΚΚΕ δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτα. Μόνο σαν δεκανίκι και σε συμπαράταξη μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις όπως το ΛΑΟΣ, ο Καμμένος και πάει λέγοντας –για τη ΝΔ δε ούτε λόγος!

 

Γιατί λοιπόν έχουμε αυταπάτες στηρίζοντας εκλογικά το ΚΚΕ; Προτείνουμε μια κριτική ψήφο στο ΚΚΕ αλλά αυτό δεν ενέχει καμμιά αυταπάτη. Η αριστερά πέρα απ’ το ΚΚΕ, μαζί και η λεγόμενη αντικαπιταλιστική και επαναστατική ή εξωκοινοβουλευτική αριστερά έχει πολλά προγραμματικά προβλήματα, η δε ενίσχυσή της δεν πρόκειται ν’ αναταράξει το πολιτικό σκηνικό. Τα προγραμματικά προβλήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς εκτείνονται από τα «λαϊκά μέτωπα» του μ-λ χώρου, τον δεξιόστροφο κεντρισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ / ΣΕΚ μέχρι την προγραμματική ασάφεια και σύγχυση των ΟΚΔΕ και ΕΕΚ. Η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ θα μας έδειχνε μια αριστερόστροφη κίνηση των λαϊκών μαζών που αργότερα το ΚΚΕ να μην μπορεί να θέσει κάτω από τον έλεγχό του. Με την έννοια αυτή η καλύτερη υπηρεσία στην «εξωκοινοβουλευτική αριστερά» είναι να συμμετάσχει στην πολιτική ζύμωση μετά απ’ αυτή την αριστερόστροφη κίνηση που θα δημιουργούσε μια αποφασιστική τομή όχι μόνο στο Ελληνικό αλλά και στο Ευρωπαϊκό σκηνικό από την άποψη της εργατικής τάξης.

 

Μπορεί άραγε να υπάρξει μια αριστερόστροφη κίνηση των λαϊκών μαζών που αργότερα το ΚΚΕ να μην μπορεί να θέσει κάτω από τον έλεγχό του; Από ιστορική άποψη αυτό φαίνεται απίθανο αλλά το ΚΚΕ έχει βρεθεί σε αδιέξοδα πολλές φορές κάτω από την κριτική της βάσης του. Αν βγει ενισχυμένο εκλογικά αλλά παρατήσει την εξουσία με συμβιβασμούς όπως στη δεκαετία του ’40 αναπόφευκτα θα βρεθεί μπροστά σε μια μεγάλη κρίση. Αν πάλι δεν βγει ενισχυμένο εκλογικά ή βγει ενισχυμένο μόνο οριακά , μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε αυτό θα σημαίνει ότι η εργατική τάξη δεν έχει ακόμα εγκαταλείψει τις αυταπάτες της σχετικά με το ευρύτερο αστικό πολιτικό σύστημα: Φυσικά η αποδυνάμωση των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι αναμενόμενη, τουλάχιστον στον πρώτο γύρο, αλλά απομένει η καταγραφή του ΛΑΟΣ, Καμμένου, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγων - Πράσινων και των άλλων μικρότερων κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, του εθνικισμού και της άκρας δεξιάς.

 



[1] Απόφαση 5ου Συνεδρίου «Κόκκινο».

[2]  Σ. Μιχαήλ, «Η Ελλάδα και η παρακμή της Ευρώπης», 25/2/2012, εισήγηση στο συνέδριο του περιοδικού Critique, London School of Economics.

[3]  Χρυσή Αυγή, «Οι θέσεις μας».

[4]  Ανεξάρτητοι Έλληνες, «Ιδρυτική Διακήρυξη».

[5]  Ανακοίνωση για τις εκλογές, ΚΕ του ΕΕΚ, 24/3/2012.

[6]  Εκλογική Διακήρυξη της ΟΚΔΕ.

[7]  Ν. Λούντος, «Η Αριστερά στο στόχαστρο», 24/3/2012, Σοσιαλισμός από τα Κάτω.

[8]  Ν. Λούντος, «Η Αριστερά στο στόχαστρο», 24/3/2012, Σοσιαλισμός από τα Κάτω.

[9]  Ανακοίνωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ 11/4/2012, «Και στις 6 Μάη να ακουστεί η φωνή της αντίστασης και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής».

[10]  «Απάντηση της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ΚΚΕ», 1/4/2012.

[11]  Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς.

[12]  Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς.

[13]  Πχ «Ξεκίνημα».

[14]  Πχ CRFI στην περίπτωση του ΕΕΚ.